O Αχμέντ έτρεχε με τα βιβλία στο χέρι .Ίσα που πρόλαβε το αστικό. Στριμώχτηκε στον κόσμο και έπιασε τη χειρολαβή με το δεξί χέρι. Με το αριστερό αγκάλιαζε ένα βιβλίο και ένα μπλε τετραδιάκι. Στο εξώφυλλο του βιβλίου της Αντιγόνης του Σοφοκλή είχε γράψει με μαρκαδόρο: « Γεννήθηκα για να αγαπάω και όχι για να μισώ».
Τρεις στάσεις ήταν ο δρόμος. Κατέβηκε στα Πατήσια. Μια πολυκατοικία του ΄60 ήταν το τέλος της διαδρομής του. Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο αντίκρισε τον Αμπντούλ από το Αφγανιστάν, τον Σαχ από το Ιράν, την Ταμίλα από την Ουκρανία. Όλοι συμμαθητές σ΄ ένα ασυνήθιστο σχολείο.
– Χάθηκες Αχμέντ. Πού ήσουν την άλλη Κυριακή; Σπαστά ελληνικά γεμάτα ζεστασιά.
– Το αφεντικό δεν μ΄ άφηνε να φύγω. Αν έφευγα είπε να μην ξαναγύριζα. Και τώρα με το ζόρι ήρθα.
Μέχρι να τελειώσει τη φράση του τούς φώναξε η δασκάλα:
– Καλημέρα, παιδιά. Περάστε στην τάξη σας, δεν έχουμε πολύ χρόνο.
Η Αφροδίτη Πενταράκου, φιλόλογος, δεν αμελούσε τις Κυριακές να προσφέρει την εθελοντική της εργασία στο Σχολείο Ελληνικής Γλώσσας για τους μετανάστες.
– Καλημέρα , κυρά δασκάλα. Έτσι τη φώναζε ο Αχμέντ.
Μια ζωή πρόσφερε στους νέους ανθρώπους η Αφροδίτη. Για πολλά χρόνια αγωνιζόταν στα κοινά, αλλά κάποια στιγμή της ήρθε αηδία. Αποχώρησε χωρίς εντάσεις. Αφοσιώθηκε στον εθελοντισμό. Βοηθούσε όπου μπορούσε και πιο πολύ τους νέους. Δεν είχε δικά της παιδιά. Θα μπορούσε να έχει, αλλά… Όταν ερχόταν τέτοιες σκέψεις τις έδιωχνε. Τι τα θες; Έτσι ήτανε να γίνει, σκεφτόταν και ηρεμούσε τη συνείδησή της.
Αυτός ο νεαρός, όμως, ήταν το παιδί που θα ήθελε να έχει: όμορφος, ψηλός, με μεγάλα πράσινα μάτια και σγουρά μαύρα μαλλιά. Φαινόταν ένας νέος που δεν τον απασχολούσε μόνο η επιβίωση. Είχε σκέψεις και προβληματισμούς για πολλά θέματα της ζωής. Ό,τι και να τους έλεγε το ρουφούσε σαν σφουγγάρι. Δεν του ξέφευγε τίποτα. Αδυναμία του η Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Είχε διαβάσει πολλά βιβλία στο φως της γκαζόλαμπας, αυτό, όμως, του έμεινε.
– Η αγάπη της Αντιγόνης για τον άνθρωπο περνάει στην ψυχή μου, κυρά δασκάλα. Μακάρι να ήταν όλοι οι άνθρωποι έτσι.
– Όλοι δεν μπορούν να είναι. Εμείς όμως μπορούμε.
– Ναι… έλεγε και έσκυβε το κεφάλι.
Πολλές φορές το βλέμμα του χανόταν και έφευγε σε σκέψεις που δύσκολα μπορούσε κάποιος να μαντέψει .
Η Αφροδίτη ανησυχούσε και για τον Αχμέτ και για τα άλλα παιδιά του κυριακάτικου σχολείου. Έρχονταν κουρασμένα, αλλά με όρεξη για τις γνώσεις. Τελευταία, όμως, έμοιαζαν όλοι τους φοβισμένοι. Στις γύρω γειτονιές κάποιοι με ξυρισμένα κεφάλια και ογκώδη σώματα κυνηγούσαν μετανάστες. Κάθε ξένος βρισκόταν σε κίνδυνο. Όταν έμαθαν ότι σκότωσαν δυο Αφγανούς ο φόβος τους έγινε ακόμα μεγαλύτερος.
Ο Αχμέντ δεν φοβόταν τους «φουσκωτούς». Στην πατρίδα του, τη Συρία, είχε ζήσει άσχημες καταστάσεις. Ένας εμφύλιος αδελφοκτόνος πόλεμος έδιωχνε τους πολίτες στην προσφυγιά και στην αβεβαιότητα. Πριν τέσσερα χρόνια καρφώθηκε στο μυαλό του η ιδέα να φύγει σε ειρηνικά μέρη, στην Ευρώπη, να αρχίσει μια καινούργια ζωή. Το σκεφτόταν, αλλά δεν τολμούσε να το πράξει. Ήταν και δυο τύποι στη γειτονιά του στη Δαμασκό, που εμφανίστηκαν ένα πρωί και πλησίαζαν πολλούς νέους. Τους τριβέλιζαν το μυαλό ότι θα τους βοηθήσουν να αρχίσουν μια καινούργια ζωή με δουλειά και λεφτά στην Ευρώπη. Τον έψηναν και αυτόν μέρα με τη μέρα. Δεν πονηρεύτηκα απέναντί τους ούτε πρόσεξα ότι κάθε φορά που πλησίαζε ο πατέρας μου αυτοί έστριβαν, θυμόταν καμιά φορά.
Στο τέλος το αποφάσισε. Ό,τι και αν του είπαν οι δικοί του, ήταν μάταιο. Οι οικονομίες του πήγαν σ΄ αυτούς που θα το κανόνιζαν.
Περπάτησε στην έρημο, μπήκε σε σαπιοκάραβο, πάλεψε με τα κύματα. Δεν μπορούσαν να πάνε από τη ξηρά.
Πάντα σκοτείνιαζε όταν διηγούνταν τον τρόπο που έφθασε στην Ελλάδα:
– Οι Έλληνες, μας είπαν, σήκωσαν ένα τεράστιο φράχτη στο μεγάλο ποτάμι. Σε μια τρικυμία έπεσα στη θάλασσα χωρίς να ξέρω να κολυμπάω. Το χέρι ενός ‘Ελληνα λιμενοφύλακα μ΄ έσωσε.
Στην «καραντίνα» θυμήθηκε τα τείχη που χώριζαν παλιά τους λαούς και γέλασε: κύκλους κάνει ο άνθρωπος.
Ο πατέρας του είχε δίκιο, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Πίσω αποτυχημένος δεν γυρίζω.
Κατάφερε να μείνει στην Ελλάδα ως πολιτικός πρόσφυγας. Στους πρώτους μήνες δοκίμασε τη ζωή του είλωτα. Βρωμοδουλειές για ένα κομμάτι ψωμί. Έμενε σ΄ ένα τριαράκι στην Κυψέλη μαζί με άλλους δέκα. Τ΄ αφεντικά ήταν σκληρά. Ακόμα και οι συμπατριώτες του, που άνοιξαν μαγαζιά, έδειχναν να λησμονούν τα βάσανα που είχαν περάσει. Ξεχνά ο άνθρωπος, σκεφτόταν ο Αχμέντ.
Στο σχολείο της Κυριακής, όμως… Ένα διάλειμμα ανθρωπιάς και καλοσύνης ήτανε. Η «κυρά δασκάλα» νοιαζόταν. Ήθελε να προσαρμοστούν μέσω της γλώσσας, να μην τους κοροϊδεύουν. Άλλος άνθρωπος γινότανε, χαρούμενος και πειραχτήρι σε έναν χώρο που δεν υπήρχε μίσος.
Δεν ξεχνούσε να βάζει ένα πεντάευρο στην άκρη. Να ‘χει πάνω μια τηλεκάρτα να μιλά με τους γονείς του. Λίγα λεπτά, βιαστικές κουβέντες. Όταν συμπλήρωσε ένα χρόνο στην Ελλάδα, ο πατέρας του τού έστειλε ένα γράμμα. Μια χάρη ζητούσε τελευταία:
«Έλα να κάνεις τη θητεία σου. Να ξεμπερδέψεις και να μπορείς να έρχεσαι σαν άνθρωπος να μας βλέπεις».
Το σκεφτόταν . Δεν ήθελε να του κακιώσει ήταν γέρος. Πότε θα τον ξανάβλεπε;
Οι φίλοι του τον συμβούλεψαν να μην πάει. «Δεν περνούν καλά οι αντιφρονούντες στο στρατό. Θα μπλέξεις».
Φοβόταν να πάει. Λαχτάρησε όμως τη μάνα του, τους δικούς του. Το πήρε απόφαση, το ανακοίνωσε και στο σχολείο.
– Κυρά δασκάλα, φεύγω. Θα γυρίσω όμως. Όλα θα είναι καλύτερα μετά.
– Μακάρι. Εύχομαι μόνο να ‘σαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις.
– Όλα θα πάνε καλά, κυρά δασκάλα. Για καλό πάω. Δεν μπορώ να κόψω από την πατρίδα μου.
Το τελευταίο μάθημα ήταν αλλιώτικο. Η Αντιγόνη «βρέθηκε κρεμασμένη στο βάθος της σπηλιάς και γύρω στο λαιμό θηλιά πλεγμένη με το στημόνι της καρδιάς».
– Η Αντιγόνη δεν άντεξε την αδικία κυρία.Ούτε την κακία.
– Ναι. Το τέλος της ήταν τραγικό, Αχμέντ.
– Γιατί ήταν τραγικό; Γιατί να μην νικούσε το καλό;
– Nίκησε, αλλά πριν έπρεπε να δείξει κάποιος το δρόμο με τη θυσία του. Η ζωή μάλλον θέλει αγώνα.
– Το καλό μπορεί να νικήσει και διαφορετικά, κυρά δασκάλα.
Το μάθημα τράβηξε μέχρι αργά. Ο μύθος της Αντιγόνης συνεπήρε τους μαθητές. Κανείς δεν κουνήθηκε να φύγει. Στο τέλος του μαθήματος η Αφροδίτη θέλησε να αποχαιρετήσει τον μαθητή της που έφευγε. Του έτεινε το χέρι .
– Όχι, κυρά δασκάλα. Δεν σε χαιρετάω. Σε λίγο καιρό θα επιστρέψω.
– Εντάξει. Να προσέχεις, όμως. Οι άνθρωποι είναι παντού επικίνδυνοι.
Δαμασκός, Φεβρουάριος
Από το πρωί ο ήλιος δεν φάνηκε. Στο κέντρο της πόλης μια πλημμυρίδα κόσμου κατεβαίνει προς το προεδρικό μέγαρο. Η βοή αυξάνεται και η μακρινή γραμμή γίνεται ολοένα και πιο έντονη στα μάτια των στρατιωτών που κοιτούν ανέκφραστοι πάνω στα τεθωρακισμένα. Τέσσερις σιδερένιοι όγκοι με άλλα τόσα πολυβόλα έτοιμα να σκορπίσουν το θάνατο.
Στην κορυφή του ακριανού οχήματος ένας στρατιώτης δείχνει αμήχανος. Κουνιέται νευρικά και φαίνεται να φοβάται.
Ο λοχίας μέσα από το όχημα τού φωνάζει:
– Αχμέντ, μόλις πάρω σήμα θα σου πω να ρίξεις αλλιώς θα μας φάνε, ρε!
Σιωπή…
– Μ΄ ακούς; Θα πυροβολήσεις στο ψαχνό. Θα τα φάμε τα σκυλιά.
– Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν.
Τα λόγια του ήχησαν στο λοχία σαν ψελλίσματα δειλού.
– Είσαι τρελός; Θα σε καθαρίσω αν δεν μ΄ ακούσεις.
Την ίδια ώρα το πλήθος πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Συνθήματα και ένταση. Από το αριστερό άρμα έφυγαν διακεκομμένες ριπές. Γάζωσαν αρκετούς διαδηλωτές.
Κραυγές τρόμου διαπέρασαν τον Αχμέντ. Οι περισσότεροι από τις πρώτες σειρές της πορείας σταμάτησαν. Κάποιοι άλλοι, πιο τολμηροί, προχώρησαν προς τους στρατιώτες.
– Αδέλφια, μην βαράτε!
Ο λοχίας φωνάζει στον Αχμέντ: Ρίξε διάολε, ρίξε!
Αυτός σηκώνεται και πετά το κράνος. Οι στρατιώτες τον κοιτούν σαστισμένοι. Πηδά στο έδαφος και τρέχει προς τον κόσμο. Οι διαδηλωτές καταλαβαίνουν και χειροκροτούν. Τρέχει με μιαν ανάσα. Σε λίγο θα γίνει ένα με το πλήθος. Λίγο ακόμα και θα χαθεί στη μάζα.
Λίγο ακόμα…
Ένα όπλο εκπυρσοκροτεί.
Μια σφαίρα των 45χιλ. τον προλαβαίνει. Στρατιώτες και διαδηλωτές παρατηρούν τον λοχία με το χέρι κολλημένο σε στάση βολής να κοιτά το κατόρθωμά του: το παλληκάρι δέχτηκε τη σφαίρα στην πλάτη. Προσπάθησε να συνεχίσει, αλλά το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν ένα βήμα και μια στροφή γύρω από τον εαυτό του. Σωριάστηκε. Για ελάχιστες στιγμές απλώθηκε βουβαμάρα. Η σιωπή έσπασε με κραυγές από την πλευρά των στρατιωτών. Δύο φαντάροι όρμησαν στο λοχία. Ένας άλλος έτρεξε στον Αχμέντ και προσπάθησε να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Μάταια. Σε λίγο ήρθαν τα ελικόπτερα. Το πλήθος σκόρπισε.
Μια καταρρακτώδης βροχή ολοκλήρωσε τη μαύρη ημέρα. Στους υπονόμους κατέληγαν κόκκινα νερά και τ΄ άψυχα κουφάρια ανδρών και γυναικών κοιτούσαν στο κενό. Στην άκρη του δρόμου ο Αχμέντ αποχαιρετούσε τη ζωή μ΄ ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη του. Κατάφερε να μη συμμεριστεί το μίσος κανενός.
Αθήνα, 11 Σεπτέμβρη Εγκαίνια νέου κτιρίου του Σχολείου για Εκμάθηση της Ελληνικής Γλώσσας.
Ο Υπουργός Παιδείας υπερήφανος, μίλησε για το «έργο των εμπνευσμένων δασκάλων και την προσφορά της πολιτείας στην ομαλή προσαρμογή των μεταναστών». Η Αφροδίτη Πενταράκου στη σύντομη ξενάγηση στο χώρο του σχολείου θέλησε να του παρουσιάσει την αίθουσα «Αχμέντ Καραντί». Ο υπουργός κοντοστάθηκε, έριξε ένα βλέμμα και κατευθύνθηκε στα τηλεοπτικά συνεργεία που τον περίμεναν για τις δηλώσεις του.
Πελεκούδας Γιώργος