Το κύμα όσο περνάει η ώρα σκάει όλο και πιο έξω. Παρασέρνει βότσαλα, άμμο, σκουπίδια, τ’ ανακατεύει, τα γυρίζει προς τα πίσω, παίρνει φόρα και ορμάει πεισματικά να φτάσει την καρέκλα που με έβαλαν να καθήσω απ’ το πρωί. Οι παντόφλες μου, πάνω που είχαν στεγνώσει, βρέχονται απ’ το θολό νερό. Εγώ, ακίνητη, κοιτάζω το κύμα και το μονότονο, ρυθμικό σούρσιμο με νανουρίζει.
Σ’ ένα μισάνοιγμα των ματιών βλέπω τη θάλασσα να φουσκώνει κι αμέσως μετά φιγούρες δελφινιών, το ένα μετά το άλλο, να κάνουν άλματα, βουτιές και να παλεύουν πάνω απ’ το νερό. Μετά χάνονται για να φανούν λίγο πιο μακριά κι ακόμα λίγο, ώσπου η θάλασσα γίνεται μια άσπρη γραμμή.
Κατεβάζω τους ώμους ξεφυσώντας. Ξεχνάω και κάνω να σηκωθώ, μα τα πόδια μου βαριά, κολλημένα στη λασπωμένη άμμο. Ο ορίζοντας ίσια που ξεχωρίζει, μετά θάλασσα κι ουρανός γίνονται ένα. Ξέρω ότι το πέρασμά τους σπάνια επαναλαμβάνεται την ίδια μέρα. Εδώ και καιρό η παρατήρησή τους έχει μοναδικό ενδιαφέρον για μένα.
Βαλετοπούλου Λίνα