Τυχαία συνάντηση
Ότι είχε αρχίσει να γιάνει το πόδι μου. Κούτσα κούτσα ανέβαινα την Πατησίων. Λέει η Ευτέρπη: δεν πας της Μαιρούλας τα κυδώνια μας; Μην πάνε χαμένα. Αράντιστα πες, δυσεύρετα. Να πάω, λέω. Στο φανάρι μπροστά στην Τράπεζα ένας πατητός λίγο έλειψε να με κόψει στα δυο, να σκάσω στα τσιμέντα. Με πιάνει ένα χέρι, πρόσεχε ακούω. Γυρνάω. Ο Ασημάκης, ο γιατρός. Με τραβάει, ακουμπάμε στον τοίχο. Είσαι καλά; Με ρωτάει. Καλά, καλά, λέω. Γιατρέ, Ασημάκη! Πάνε πέντε μήνοι που μου ’βαλες μαχαίρι. Έπαιξε τα μάτια. Σακάτεψα το κότσι. Θυμάσαι; Δεν με θυμότανε. Του ’σφιξα το χέρι. Κοντοστάθηκε. Ο Σκλαβούνος είμαι απ’ τη Λαμία. Το πόδι το πατάς καλά; Μου λέει. Τουμπανιάζει, λέω, παπούτσια κλειστά με γδέρνε. Θέλει χρόνο, λέει. Κοιταζόμαστε, τι να του ’λεγα; Μ’ έσωσε δεύτερη φορά. Ούτε φράγκο. Έτσι για το καλό, του λέω. Δίνω το βάζο. Αράντιστα. Το πήρε κι ανηφόρισε.
Κωνσταντία Κατσαρή