Συνάντησα τον κο Σάμη Γαβριηλίδη στο γραφείο του, στον πρώτο όροφο του νεοκλασικού που στεγάζει το τυπογραφείο, το βιβλιοπωλείο και το art bar Poems and Crimes των εκδόσεων Γαβριηλίδη. Πρόσχαρος και ειλικρινής μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις και απόψεις για τον χώρο των εκδόσεων, για το αναγνωστικό κοινό, για τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που ένας εκδότης καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα, αλλά κυρίως για την διαχρονική απόλαυση που κρύβεται μέσα και πίσω απο τα βιβλία.
-Πότε και πώς ξεκίνησαν οι εκδόσεις Γαβριηλίδης;
Οι εκδόσεις Γαβριηλίδης ήταν συνέχεια των εκδόσεων Πλέθρον, ένα κομμάτι τους, δηλαδή. Οι εκδόσεις Πλέθρον ξεκίνησαν το 1975 ως βιβλιοπωλείο και το ’77 ως εκδόσεις. Το ΄88 έγιναν δύο, παρέμεινε το Πλέθρον και προκύψανε και οι εκδόσεις Γαβριηλίδης.
– Ποια είναι η φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται ο εκδοτικός σας οίκος;
Ο βασικός άξονα είναι ότι εκδίδουμε κυρίως Έλληνες συγγραφείς, σχεδόν σε κάθε είδος, από λογοτεχνία, πεζογραφία, ποίηση μέχρι και οτιδήποτε.
-Πόσο δύσκολο είναι να διατηρείτε έναν εκδοτικό οίκο την περίοδο της κρίσης; Ποιες είναι οι προκλήσεις που καλείστε να αντιμετωπίσετε;
Δεν αλλάζει τίποτα, όσο δύσκολο είναι σε περίοδο ευφορίας, το ίδιο δύσκολο είναι και σε περίοδο κρίσης. Η ζωή περιλαμβάνει παχιές και ισχνές αγελάδες. Συνεχίζεις να υπάρχεις. Εφόσον κάνεις καλά τη δουλειά σου και στην κρίση επιβιώνεις.
-Παρά την οικονομική κρίση – ή εξαιτίας αυτής – εξακολουθούν να γράφονται και να εκδίδονται βιβλία. Πως βλέπετε εσείς την σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και το βιβλίο σήμερα;
Δεν έχει αλλάξει κάτι, δηλαδή αυτά είναι κάποια πράγματα που δημιουργούνται μέσα από την γενικότερη τάση λόγω των εξωτερικών συνθηκών. Τα βιβλία παράγονται με τον ίδιο ρυθμό, στις ίδιες ποσότητες και στις ίδιες αναλογίες, είτε έχουμε κρίση, είτε δεν έχουμε κρίση. Είναι προφανές ότι στην περίοδο της κρίσης βγαίνουν και κάποια βιβλία που την αφορούν. Τα ίδια βιβλία όταν δεν έχουμε κρίση είναι πιο επιστημονικά. Τα βιβλία που αφορούν στην κρίση αυτή τη στιγμή είναι πιο τρέχοντα, είναι πιο ρεπορταζιακά, ας το πούμε έτσι, ώσπου να συμβεί ένα άλλο γεγονός που θα καλύψει τα πράγματα, οπότε θα έχουμε βιβλία γραμμένα για αυτό. Κάποτε ήταν μόδα η προσωπική ψυχολογία, ας το πούμε έτσι, οι τρόποι ζωής. Έβγαιναν πάρα πολλά βιβλία, να αγαπάς τον εαυτό σου, να αγαπάς το φίλο σου, κτλ. αυτό πάντα γίνεται. Ο κορμός, όμως, των εκδόσεων παραμένει αυτό που ονομάζουμε στην πορεία του χρόνου, τα κλασικά βιβλία. Αυτά πάντα βγαίνουν, πάντα θα βγαίνουν.
-Στις εκδόσεις σας έχετε παρουσιάσει και παρουσιάζετε βιβλία φοιτητών και αποφοίτων του τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Π.Δ.Μ. Δίνετε, όμως, γενικότερα χώρο και βήμα σε νέους συγγραφείς, κάτι απέναντι στο οποίο αρκετοί συνάδελφοί σας είναι διστακτικοί. Εσείς γιατί όχι;
Γιατί και οι νέοι πρέπει να εκδοθούν. Τα πράγματα έχουν αλλάξει, παλαιότερα υπήρχαν πάρα πολλά περιοδικά και από εκεί ξεκινούσε ένας νέος συγγραφέας, ήταν λιγότερη η παραγωγή. Αυτή τη στιγμή και η τεχνολογία το επιτρέπει και το πλήθος των βιβλίων που έρχονται. Αυτή τη στιγμή αναγκαστικά πρέπει να δώσεις βήμα στους νέους συγγραφείς. Και αυτό κάνουμε. Διαβάζουμε τα βιβλία, δε βγάζουμε όλα τα βιβλία των νέων συγγραφέων, αλλά σε πάρα πολλά, ως πρώτα βιβλία, πρέπει να δοθεί χώρος και αυτό κάνουμε.
-Ποια είναι τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα έργο προκειμένου να το εκδώσετε;
Δεν εκδίδουμε έργα που αρέσουν σε εμάς, εκδίδουμε έργα που προσπαθούμε να έχουν κάποια στοιχειώδη αντικειμενικά κριτήρια ότι είναι, ας πούμε, ποίηση, λογοτεχνία, δοκίμιο. Ποια είναι αυτά; Αυτά είναι υποκειμενικά σε κάθε εκδότη. Εγώ προσωπικώς διαβάζω όλα τα χειρόγραφα και αν κρίνω ότι αυτό έχει κάτι να πει και ο τρόπος που γράφεται μπορεί να ενδιαφέρει κι άλλους ανθρώπους… Εάν, δηλαδή, η γραφή είναι καλή, αν έχει ένα ενδιαφέρον, αν ο μύθος του είναι καλός, λέω ναι και το δοκιμάζουμε. Δε πέφτουμε πάντα μέσα, δηλαδή έχω απορρίψει και βιβλία που αποδείχτηκε στην πορεία του χρόνου πως θα έπρεπε να τους είχε δοθεί η ευκαιρία, όπως έχω εκδώσει και βιβλία, στα οποία στην πορεία του χρόνου αποδείχτηκε ότι δε θα έπρεπε να είχα δώσει ευκαιρία.
-Ποια είναι η άποψή σας για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό σήμερα; Διαβάζουν οι Έλληνες ή μέσα σε όλη αυτή τη δίνη που ζούμε το διάβασμα θεωρείται πλέον πολυτέλεια;
Υπάρχει ένας μύθος ότι δε διαβάζουμε, ότι η Ελλάδα είναι έτσι, ότι είναι αλλιώς… Οι Έλληνες αναγνώστες έχουν την ίδια ακριβώς συμπεριφορά που έχουν και οι αναγνώστες των μεγάλων κρατών, των υποτιθέμενων πολυδιαβασμένων. Έχει ακριβώς την ίδια συμπεριφορά. Ένα ποσοστό μικρό, ένα 3% διαβάζει τα πιο απαιτητικά βιβλία, ας το πω έτσι. Ένα μεγάλο ποσοστό διαβάζει τα ροζ βιβλία, τα λεγόμενα. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και εκτός Ελλάδος. Η αλήθεια είναι ότι ο καιρός που μετράει μειώνει τον χρόνο που κάθεσαι να διαβάσεις, αλλά οι αναλογίες είναι ίδιες, όπως σε όλο τον κόσμο.
-Μπορούμε να μιλάμε για λογοτεχνία δύο ταχυτήτων; Δηλαδή υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία ή η λογοτεχνία είναι μια και οτιδήποτε άλλο απλώς φιλοδοξεί να της μοιάσει;
Η λογοτεχνία όντως είναι μια. Εξαρτάται από το πώς αντιμετωπίζεις μια σειρά από πράγματα. Το αν είναι ελαφρύ ή βαρύ το βιβλίο, αυτό ορίζει το πόσο θα αντέξει στον χρόνο. Και στην πολύ καλή λογοτεχνία, τη λεγόμενη απαιτητική λογοτεχνία, έχουμε καλά και κακά βιβλία, και στη ροζ λογοτεχνία έχουμε καλά και κακά βιβλία. Άλλα είναι τα κριτήρια. Οι άνθρωποι δεν είναι ταγμένοι να διαβάζουν διαρκώς Σαίξπηρ, διαρκώς αρχαίες τραγωδίες, διαρκώς Φάουστ. Διαβάζουν και για την ευχαρίστησή τους. Άρα και τα λιγότερο βαριά βιβλία είναι χρειαζούμενα. Αυτό που έχει σημασία είναι να έχουνε άξονα και κώδικα, να είναι βιβλία, δηλαδή να είναι σωστά ελληνικά, οι χαρακτήρες να είναι χαρακτήρες, άσχετα αν δε γίνονται βαθείς, η ιστορία να μην είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά… Συνεπώς η διάκριση αν κάτι είναι καλό ή κακό, είναι η αντοχή του στον χρόνο. Και πολλά βιβλία της λεγόμενης ροζ λογοτεχνίας έχουν αντέξει στον χρόνο, ενώ άλλα βιβλία της λεγόμενης βαριάς λογοτεχνίας δεν έχουν αντέξει στον χρόνο.
-Παράλληλα με τις εκδόσεις διατηρείτε σε ένα υπέροχο νεοκλασικό στο Μοναστηράκι ένα από τα πιο – επιτρέψτε μου την έκφραση – «in» στέκια για βιβλιόφιλους, αλλά και λάτρεις του κρασιού. Έναν χώρο για να συναντιούνται οι άνθρωποι του βιβλίου. Αυτό θυμίζει κάτι από τα λογοτεχνικά καφενεία προηγούμενων λογοτεχνικών γενιών. Πόσο σημαντικές είναι οι παρέες, οι συζητήσεις, η ανατροφοδότηση, η συναναστροφή μεταξύ λογοτεχνών για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη μιας λογοτεχνικής γενιάς, αλλά και της λογοτεχνίας εν γένει;
Απαραίτητη, είναι απαραίτητη. Αυτό γινότανε και στο μικρότερο βιβλιοπωλείο που είχαμε στην οδό Μαυρομιχάλη. Οι άνθρωποι όταν συνευρίσκονται και μόνον η αύρα του ενός, η σκόνη του ενός σε σχέση με τον άλλον είναι σημαντική. Εδώ έχει γίνει λίγο καλύτερα διότι ανακατεύονται και όλες οι γενιές, δηλαδή ανακατεύονται οι νεώτεροι με τους μεγαλύτερους, ανακατεύονται και άλλες μορφές τέχνης, δηλαδή ο χώρος επιτρέπει να κάνουμε κι άλλα πράγματα, παίζουμε θέατρο, κάνουμε κινηματογράφο, κάνουμε εκδηλώσεις, οπότε πια οι παρέες μεγαλώνουν και έτσι ζυμώνονται διάφορες μορφές έκφρασης. Και αυτό είναι το καλό. Τώρα το αν είναι in ή όχι, δε μου αρέσει πολύ η λέξη, γιατί δε θεωρώ οτι είναι in. In είναι κάτι μοδάτο. Εμείς προσπαθούμε να μην είμαστε μοδάτοι, να μην είμαστε μέσα στη μόδα, αλλά αυτό που κάνουμε να χτίζεται λίγο λίγο για να έχει διάρκεια.
-Ποια θεωρείτε τα κορυφαία βιβλία των εκδόσεών σας;
Όλα. Δεν υπάρχει κάτι να ξεχωρίσεις ανάμεσα στα βιβλία. Υπάρχουν και κάποια τα οποία… δηλαδή η δίγλωσση έκδοση του Φάουστ, παραδείγματος χάριν, ήταν ένα τόλμημα. Αλλά αγαπώ εξίσου και την πρώτη ποιητική συλλογή ενός ανθρώπου που μετά συνεχίζει να γράφει και είναι μια χαρά. Δε θέλω να πω ονόματα, γιατί είναι πάρα πολλά. Συνεπώς δε ξεχωρίζω κάποια.
-Ποιο βιβλίο άλλων εκδόσεων θα θέλατε να έχετε εκδώσει εσείς;
Πάρα πολλά. Όχι ένα και δύο. Λίγο ανοίγω την απάντηση, για να υπάρξει εκδοτική παραγωγή, δε γίνεται να υπάρχει ένας εκδοτικός οίκος, πρέπει να είμαστε πολλοί. Ένας δε μπορεί να καλύψει τις ανάγκες. Βεβαίως αυτή η δουλειά που κάνουμε εμείς είναι συναγωνιστική και η ζήλια έχει να κάνει με τον συναγωνισμό, δηλαδή η ζήλια δεν έχει να κάνει «α, ρε συ, γιατί το’ βγαλε αυτός», αλλά είναι «ρε συ, αυτό το βιβλίο θα’θελα να το’χα βγάλει εγώ!». Και διαβάζω και πάρα πολλά βιβλία όλων των εκδοτικών οίκων.
-Σας μένει χρόνος;
Διαβάζω από το πρωί μέχρι το βράδυ!
-Θα θέλατε να προτείνετε κάποια βιβλία στους φοιτητές του τμήματός μας, αλλά και στο αναγνωστικό κοινό εν γένει;
Τρία βιβλία θα πω ελληνικά. Την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, τον «Ουρεντίν Μπόμπα» του Τσίρκα και το «Αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού. Αν τα διαβάσει αυτά και δει τον τρόπο που διαχειρίστηκαν διάφορες καταστάσεις, έχει μια καλή βάση για να πάει παραπέρα. Πάντως όσο περισσότερο διαβάζει κάποιος, δηλαδή δεν πρέπει να μένει στον άλφα ή στον βήτα τίτλο, όσο περισσότερο διαβάζει με ανοικτά τα μάτια και με παρατήρηση, βελτιώνει τη δική του δυνατότητα έκφρασης.
κ. Γαβριηλίδη, σας ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σας και την ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Σημ. Η φωτογραφία από το café bar Poems and Crimes ανήκει στον Θάνο Γκιώνη, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά για την ευγενική παραχώρηση.
Συνέντευξη στη Μαρία Ζαγκλαρά