Τα χέρια έσπρωξαν το σκαμνί δίπλα στον τοίχο κάτω από το παράθυρο με την σκούρα κουρτίνα.
Ανέβηκε πάνω και ψήλωνε και ψήλωνε ακόμη πιο πολύ καθώς σήκωνε τις μύτες των ποδιών της. Άπλωσε το μικρό χέρι και το βλέμμα κόλλησε στο λιγοστό πανί που κρεμόταν μπροστά της. Τα ακροδάχτυλα άγγιξαν το ύφασμα, το έπιασαν και προσπάθησαν να το παραμερίσουν.
Αισθάνθηκε να ψηλώνει παραπάνω. Κάτω από τα πόδια το σκαμνί έτριξε, ακούμπησε τον τοίχο, άλλαξε θέση.
Περισσότερο ένιωσε στο πρόσωπό της παρά είδε εκείνη τη λεπτή γραμμή, το απαλό χάιδεμα του ήλιου που γλυκαίνει και παρηγορεί τις μικρές τιμωρημένες καρδιές.
Μια ηλιαχτίδα ξάπλωνε μαζί της πάνω στο πάτωμα. Μέσα στη στενή αποθήκη.
Κωνσταντινίδου Σεβαστή