Το πυκνό σκοτάδι της νύχτας είχε δώσει τη θέση του στους πρώτους ψίθυρους της μέρας. Άκουγες τις σκέψεις των άλλων να θροΐζουν, να τρίζουν στις χαραμάδες, να κατρακυλούν στις σκάλες. Τις σκέψεις τις δικές σου, τις κατάδικές σου, τις είχες καλά φυλαγμένες στο συρτάρι με τα φάρμακα.
Την περίμενες∙ η πρώτη ηλιαχτίδα φλέρταρε με το λευκό σεντόνι και χοροπήδησε σαν πυγολαμπίδα στο νερό. Προσπάθησες να ανοιγοκλείσεις την παλάμη, να τεντώσεις τα ακροδάχτυλα, να λατρέψεις το πρώτο αυτό σεργιάνι της μέρας. Τη φαντάστηκες να ασφυκτιά στη χούφτα σου και να διαχέεται από τον αντίχειρα μέχρι το μικρό σου δαχτυλάκι∙ την κάλεσες να εισχωρήσει στις διογκωμένες φλέβες, μα εκείνη παιχνίδιζε αδιάφορη λίγα εκατοστά πιο κει. Εγκλωβισμένο το χέρι στον ορό, εγκλωβισμένη η ύπαρξη στην ακινησία.
Η μέρα ξύπνησε για τα καλά. Τώρα μπορείς να κλείσεις τα μάτια. Τα κατάφερες κι απόψε.
Παπαστεργίου Κατερίνα