Μπροστά στην είσοδο το φως έσβησε απότομα. Έμεινα για δευτερόλεπτα ακίνητος. Βαριά η ανάσα απ’ το τσιγάρο ανοίχτηκε σε μήκος του διαδρόμου, χαρακώνοντας την ησυχία της πολυκατοικίας. Με τα βλέφαρα να τρεμοπαίζουν προσπάθησα να συνηθίσω τη σκιά μου. Κοντά στα μαύρα μεσάνυχτα έμεινα να ψάχνω το κλειδί. Κι εκεί, κάπου βαθιά στην τσέπη, η αρμαθιά μπλέχτηκε στα δάχτυλα.
«Γαμώ τα σκοτάδια μου, άντε τώρα να βρεις το σωστό» ξέσπασα δυνατά κι έπιασα ένα μικρό φακό που κουβαλάω πάντα μαζί μου. Τον άναψα και φώτισα την κλειδαρότρυπα. Στην πρώτη επιλογή, λες και έπιασα το τζόκερ, η πόρτα άνοιξε με θόρυβο.
«Να μην ξεχάσω να λαδώσω τον μεντεσέ» σκέφτηκα κι άπλωσα το βήμα. Με ένα δυνατό κροσέ η μυρωδιά της κλεισούρας μου τσαλάκωσε τη μύτη. Μαζεύτηκα σ’ ένα μορφασμό αηδίας κι άνοιξα τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας. Άφησα τα παπούτσια στο χολ κι έσυρα με κόπο τα πρησμένα, απ’ το περπάτημα, πόδια μου πάνω στο φθαρμένο χαλί. Έβγαλα τα τσιγάρα, τον αναπτήρα, το κινητό και τ’ ακούμπησα πάνω στο τραπεζάκι. Ξεκούμπωσα το παλτό και το πέταξα στον ξεχαρβαλωμένο καναπέ πριν σωριαστώ ερείπιο δίπλα του. Ένα κουτί με προφυλακτικά γλίστρησε μέσα απ’ το πανωφόρι και προσγειώθηκε στην παλάμη μου.
«Τι το κουβαλάω μαζί μου; Έχω να πηδήξω από τα Φώτα» ειρωνεύτηκα τον ίδιο μου τον εαυτό. Γύρισα και κοίταξα τη φωτογραφία της Φωτεινής στη βιβλιοθήκη δίπλα μου. Θυμήθηκα που της άλλαζα τα φώτα κάποτε και χαμογέλασα πικρά.
«Για να δω πότε θα ταράξω και πάλι τα ύδατα;» αναρωτήθηκα.
Αναθεμάτισα τη ζωή που μου φόρεσαν και το διαβολεμένο μνημόνιο. Κι έτσι, μέσα στο κρύο, με τα προφυλακτικά ανά χείρας, με πήρε ο ύπνος.
Κυρίτση Ευαγγελία