Ήταν ξαπλωμένος στο πλάι, με τα χέρια διπλωμένα κοντά στο στήθος, τα πόδια του ήταν γυμνά, παρατημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Εκείνη στεκόταν όρθια, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και κοιτούσε πότε έξω από το παράθυρο, πότε το λευκό κρεβάτι. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Γύρω από το κτήριο υπήρχε ένα μικρό άλσος με καταπράσινα δέντρα και το χώμα γεμάτο μαργαρίτες. Μια κουρτίνα εμπόδιζε το φως, ήταν ώρα ξεκούρασης, έπρεπε να κοιμηθεί. Απότομες κινήσεις κλόνιζαν το σώμα του κάθε τόσο. Εκείνη τραντάζονταν, αλλά παρέμενε όρθια – πονούσε η πλάτη της στην πλαστική καρέκλα.
Μια νοσοκόμα πέρασε βιαστικά για να αλλάξει τον ορό. Η κουρτίνα κουνήθηκε και μια ηλιαχτίδα έπεσε στα κλειστά του μάτια. Το πάλλευκο δέρμα του ζάρωσε, μάζεψε τα γόνατα στο στομάχι και προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπο με τα χέρια του. Η απρόσεχτη γυναίκα έφυγε όσο βιαστικά είχε έρθει – έπρεπε να πάει στο διπλανό δωμάτιο.
Όσο ήταν χειμώνας τα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο, έκρυβαν το φως και η μέρα έμοιαζε μικρή. Εκείνη έτρεξε να κλείσει και πάλι την κουρτίνα. Πριν το κάνει, τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν μισάνοιχτα, είχε ξυπνήσει. Τον άκουσε που προσπαθούσε κάτι να της πει. Μετά βίας ψέλλισε, «Σε παρακαλώ, άσ’ την…» χαμήλωσε το βλέμμα της, τράβηξε την κουρτίνα και αφού τον σκέπασε του είπε, «Ίσως αύριο, τώρα πρέπει να κοιμηθείς». Κάθισε στην πλαστική καρέκλα πίσω από το προσκέφαλο. Με το ένα χέρι έκλεισε σφιχτά το στόμα της, τόσο που τα δάχτυλα άσπρισαν και με το άλλο έβγαλε μια φωτογραφία από την τσάντα της – την είχε πάντα μαζί της, από τότε που τον θήλαζε.
Πιτσόλου Ευανθία