Διψάω. Όλοι περνάνε βιαστικοί, κανείς δε δίνει σημασία. Διψάω. Δε ζητάω πολλά, δυό σταγόνες νερό και θα ‘μαι ευχαριστημένη. Αλλά τι λέω; Ποιός θα νοιαστεί για μια μαργαρίτα που είχε την ατυχία να φυτρώσει σε μια ρωγμή του ατελείωτου τσιμέντου σας; Απορώ ακόμη πώς δε με πατήσατε. Ίσως να μου κάνατε καλό, εδώ που τα λέμε. Διψάω. Μεγάλες μαύρες σόλες περνούν από πάνω μου καθημερινά. Πατήστε με να τελειώνουμε. Δε μ’ αρέσει ο κόσμος σας. Δε μου αξίζει. Δε σας αξίζω. Κανείς σας δεν μπόρεσε να με καταλάβει, κανείς δε νοιάζεται για ‘μένα. Πού χρόνος για ρομαντισμούς και μαργαρίτες; Ένα παιδί πλησιάζει, πρέπει να γυρίζει από το ποδόσφαιρο. Αρπάζει ένα μπουκάλι νερό και το χώνει στο στόμα. Δυο σταγόνες κυλούν απ’ τα χείλη του και πέφτουν στα φύλλα μου. Σκύβει και με βλέπει. Κοιτάζει το μπουκάλι κι ύστερα εμένα. Ρίχνει με ευλάβεια στις ρίζες μου όσο νερό του απέμεινε. Χαμογελάει και συνεχίζει τον δρόμο του. Αξίζω.
Τουαντζόγλου Αναστασία