Σκαλίζεις χώμα. Μεριάζεις τις πέτρες, τα ξύλα, τις πράσινες πόες.
Σχεδιάζεις δρόμο κυκλικό δίπλα στο λιθόστρωτο της αυλής. Τα χέρια σου βάφονται μαύρα. Τα φέρνεις μπροστά στα μάτια σου και τα κοιτάζεις. Ξανά και ξανά. Ύστερα τα απλώνεις, τα τινάζεις, χτυπάς το ένα με το άλλο. Τα σκουπίζεις πάνω σου. Σκύβεις και κάτι κάνεις. Δεν σε βλέπω, μόνο για λίγο. Να, τώρα τρέχεις στο παράθυρο και χτυπάς το τζάμι.
– Άνοιξε, άνοιξε, φωνάζεις.
Στο άνοιγμα της πόρτας το βρώμικο χέρι σου τραβάει το δικό μου.
– Έλα.
Σε ακολουθώ. Εκεί στο λιθόστρωτο.
– Κοίτα, κοίτα. Μια μαργαρίτα. Για σένα, μαμά. Και για μένα. Για μας.
Και γελάς.

Κωνσταντινίδου Σεβαστή