-Ο άντρας μου… με τη ζωντοχήρα!
-Είσαι σίγουρη, Ανθούλα μου; Τους είδες με τα ίδια σου τα μάτια;
-Ναι, Λενιώ μου. Παραφύλαξα στη γωνία και τους τσάκωσα να μπαίνουν με χάχανα στο σπίτι της παστρικιάς, της ξεβράκωτης, που κακό χρόνο να ’χει…
-Τι χουνέρι είναι αυτό που ’παθες, φιλενάδα. Καλύτερα να μην έβλεπες τις πομπές τους, είπε στοχαστικά η Λενιώ.
-Το’ χα καταλάβει εγώ, όλο σούρτα φέρτα ήταν ο προκομμένος, κάθε μέρα μπανιαρίσματα και πατσουλιά. Και φέρε το καλό μου το πουκάμισο, το σκούρο παντελόνι, το σακάκι με τα σκισίματα στο πλάι… Και δώστου εγώ να πλένω και να κολλαρίζω, για να τον χαίρεται αυτή μοσχομυριστό και καθαρό, που χαρά να μην ματαδεί στη ζωή της, η σκρόφα.
-Τι σκέφτεσαι να κάνεις, Ανθούλα μου, θα του ζητήσεις το λόγο;
-Θα του ανοίξω το κεφάλι στα δύο, κι αυτηνής θα της βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα, αυτό θα κάνω.
Η Ανθούλα έμεινε τώρα με βλέμμα απλανές κι η Λενιώ τρόμαξε. Έτρεξε να φέρει τον αιθέρα. Της έδωσε να μυρίσει και της έτριψε απαλά τους καρπούς. Το στήθος της συνέχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, πνίγοντας μέσα του τ’ αναφιλητό. Τα μάγουλά της βαμμένα απ’ την έξαψη• ο θυμός έβραζε ακόμη μέσα στο κεφάλι της. Όταν ξέσπασε σε γοερό κλάμα έκανε νόημα της Λενιώς να την αφήσει μόνη. Εκείνη τη φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε απ’ την πόρτα της κουζίνας αφήνοντας έναν αναστεναγμό.
-Καλά κάνω εγώ και δεν παντρεύομαι, ξέφυγε της Λενιώς απ’ έξω και οι λυγμοί της Ανθούλας δυνάμωσαν.
Ο ουρανός βαμμένος πορτοκαλής προς το κόκκινο. Είχε κουφόβραση, όπως μια φορά που έκανε σεισμό. Άφησε την δροσιά του σπιτιού της η Ανθούλα και τον πήρε στο κατόπι. Όλο το μεσημέρι του ετοίμαζε τα ρούχα για να βγει. Μια θικιαστή κατέβασε ο λεγάμενος μέχρι ν’ αποφασίσει τι θα βάλει. Κι αφού την έλιωσε πάνω απ’ το σίδερο, έριξε έναν τόνο πατσουλί κι έφυγε σφυρίζοντας.
Έριξε νερό στα μούτρα της, έβαλε ένα μαντήλι στο κεφάλι, και τον ακολούθησε με προσοχή. Στην δεύτερη στροφή άκουσε τα χαχανητά της. Η ζωντοχήρα με τις δυο κόρες, αγνώστου πατρός! Τον περίμενε στο κατώφλι με το τσίτι στο στήθος ξεκούμπωτο. Εκείνος έσκυψε κι έχωσε τη μούρη του στο άνοιγμα της μπλούζας. Τον τράβηξε μέσα στο σπίτι της. Η Ανθούλα δεν μπόρεσε να δει άλλο. Ο αέρας έμπαινε καυτός στα ρουθούνια της, θαρρείς κι ανάσαινε πάνω από πυροστιά. Γύρισε στο σπίτι. Πέταξε το μαντήλι και ξεκούμπωσε μερικά κουμπιά απ’ τη ρόμπα.
Ο ουρανός και μετά το σούρουπο συνέχιζε να έχει την ίδια κοκκινωπή θολούρα. Κι όταν νύχτωσε για τα καλά δεν μαύρισε ο τόπος όπως συνήθως, αλλά έμεινε αυτό το παράξενο φως να τρομάζει τον κόσμο. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ζεστός ο αέρας και πύρωνε ακόνη περισσότερο την Ανθούλα. Στην παραζάλη της ωστόσο τσάκωσε την Καρασάβαινα να στέκεται στο περβάζι απέναντι και να την παρακολουθεί. Σηκώθηκε με κόπο και βρόντηξε τα παραθυρόφυλλα να κλείσουν.
-Ποιος με γλυτώνει τώρα απ’ την φαρμακόγλωσσά της, θα το μάθει ο ντουνιάς, είπε κι έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι. Το χτύπημα στην πόρτα την τρόμαξε. Πήγε ν’ ανοίξει. Ήταν η μάνα της.
-Τι έγινε, γιατί είσαι σ’ αυτά τα χάλια;
-Μάνα να χαρείς, άσε με και φύγε…
-Ποιος σε πείραξε, πες μου και θα φύγω. Και γιατί έχεις τα παράθυρα κλειστά;
-Παρεξηγήθηκα με τον Στράτο. Τσακωθήκαμε, αυτό είναι όλο. Μην ανακατεύεσαι κι άντε στο καλό.
Η μάνα της άφησε κάτι τυλιγμένο πάνω στο τραπέζι. Άναψε το γκαζάκι κι έψησε δυο καφέδες. Τους έβαλε στα φλυτζάνια και κάθισε δίπλα της. Ήπιε μια γουλιά απ’ τον δικό της καφέ. Η Ανθούλα έμενε ακίνητη με τον καφέ άθικτο μπροστά της. Της σήκωσε το μούτρο και την κοίταξε διερευνητικά μες στα μάτια. Εκείνη δεν άντεξε το εξεταστικό της βλέμμα και ξέσπασε σε χειρότερο κλάμα.
-Τι σού ’κανε, λέγε. Σε μένα δεν περνάν αυτά. Σε χτύπησε;
Η Ανθούλα έδειξε όχι με το χέρι και φύσηξε τη μύτη της στο μαντήλι.
-Είναι γυναίκα στη μέση;
Τώρα η Ανθούλα έδειξε ναι με το κεφάλι κι έμεινε σκυμμένη να κοιτάζει το πάτωμα.
-Α, τον ανεπρόκοπο, τον μπερμπάντη, τον διπρόσωπο… με ποια; Ξέρεις;
-Με τη ζωντοχήρα, που ’χει τα δυο κορίτσια…
-Στα πρόλαβαν οι κουσκουσούδες;
-Όχι, τον παραφύλαξα, σήμερα τ’ απόγευμα. Μέσα στο ίδιο της το σπίτι βγάζουν τα μάτια τους, μπροστά στα παιδιά.
-Έτσι είναι κόρη μου. Υπομονή. Τα ίδια δεν έπαθε με τον άντρα της κι η Μαρίτσα της Ευδοξίας; Δεν πρόλαβε να περάσει χρόνος απ’ το μυστήριο κι αυτός άρχισε τις εξαφανίσεις. Τον έπιασε τον προκομμένο με την κουμπάρα μέσα στο ίδιο τους το μαγαζί, πάνω στον πάγκο με τα υφάσματα. Μετά από λίγο καιρό όμως γκάστρωσε τη γυναίκα του κι η κουμπάρα σα να ξεχάστηκε. Αμ, η άλλη, η ξαδέρφη σου η Γιωργία; Τα ξέχασες; Δεν είχε κλείσει έξι μήνες παντρεμένη κι ο άντρας της την άφησε για μια χήρα, ξερακιανή κι άσχημη. Η Γιωργία τρόμαξε να συνέλθει. Μετά όμως μαθεύτηκε ότι η χήρα ξέκανε τον πεθαμένο με ποντικοφάρμακο κι η Γιωργία ξαναβρήκε χαρά στα σκέλια της. Έκανε και τρία κουτσούβελα. Να μη θυμηθώ και τα χρόνια τα δικά μου, που κάθε άνοιξη έκανα αμάν να συνεφέρω τον μπερμπάντη τον πατέρα σου. Είχε φουσκοδεντριές βλέπεις…
-Αχ, μάνα, να χαρείς. Σταμάτα, κι όλα αυτά τα ξέρω. Άσε με να σκεφτώ τι θα κάνω, κι όπου να’ ναι θα ‘ρθει εκείνος. Δεν ξέρει ότι τον παραφύλαξα. Φεύγα τώρα.
Άνοιξε τα πατζούρια κι ο αέρας σήκωσε την κουρτίνα μέχρι το ταβάνι. Κι οι τελευταίες στάλες ιδρώτα στο μέτωπό της στέγνωσαν στη στιγμή, το ίδιο και τα δάκρυα απ’ τα μάτια της. Τέτοια ζέστη. Η Καρασάβαινα ξεροστάλιαζε ακόμη στο περβάζι. Έκρυψε το μαντήλι κι έτρεξε στον καθρέφτη να φτιάξει τα μαλλιά της. Έβαλε κι ένα καθαρό φόρεμα, γιατί το άλλο ήταν σε κακά χάλια και μισοξάπλωσε να τον περιμένει.
Πρώτα ακούστηκε μια βουή, λες και πλησίαζε κοπάδι. Ο αέρας πέρασε με μανία απ’ τα σοκάκια και σήκωσε κουρνιαχτό που μπήκε στα σπίτια, μέσα απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Οι περισσότερες νοικοκυρές έτρεξαν να προλάβουν να τον κλείσουν έξω, μην τους μαγαρίσει τη λάτρα. Το φως στον ουρανό δυνάμωσε μέσα απ’ τη θολούρα της σκόνης κι ανέδειξε παράξενα τις φιγούρες των σπιτιών. Αυτές τρεμόπαιξαν για λίγο. Ύστερα πήγαν και ήρθαν σ’ ένα βίαιο κυματισμό, σαν της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Η βουή έγινε τώρα κρότος δυνατός, μια φασαρία από ντουβάρια να πέφτουν, γυναίκες και παιδιά να τσιρίζουν, σκυλιά να γαυγίζουν. Απόμεινε μόνο η ηχώ από ένα παράξενο αλύχτισμα, σαν κλάμα. Η Ανθούλα σηκώθηκε και τίναξε από πάνω της τους σοβάδες. Η κουρτίνα έπεσε μαζί με το κουρτινόξυλο κι εκεί που ήταν το παράθυρο, ο τοίχος γκρεμίστηκε. Βγήκε από κείνο το γκρέμισμα έξω στο δρόμο. Η Καρασάβαινα δεν ήταν στο περβάζι, δεν υπήρχε παράθυρο, ούτε σπίτι. Μόνο ένας σωρός πέτρες και δοκάρια. Έστριψε το δρόμο• η γωνία ήταν πεσμένη κι αυτή. Αντίκρισε το σπίτι της ζωντοχήρας. Μισό όρθιο, μισό χαλάσματα.
-Στράτο, φώναξε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια της. Η σκόνη που έπεφτε θαρρείς απ’ τον ουρανό, της έφερε βήχα. Κάλυψε με το μαντήλι το πρόσωπο και πατώντας πάνω στα χαλασμένα ντουβάρια πλησίασε το σπίτι.
-Στράτο, ξαναφώναξε. Καμιά απόκριση. Ούτε η ζωντοχήρα, ούτε τα παιδιά.
Ο δρόμος γέμισε μοιρολόι κι αναστεναγμό. Κάποιοι έτρεχαν σα δαιμονισμένοι, άλλοι προσπαθούσαν να περισώσουν ανθρώπους, ζώα, περιουσίες. Ο καύσωνας έκαιγε τον τόπο και μαζί του κι οι φωτιές απ’ τα πετρογκάζ που έσκασαν κάτω απ’ τα πεσμένα ταβάνια.
Η Ανθούλα καθόταν εκεί στα ερείπια της ζωντοχήρας σα χαμένη. Ο ουρανός, παράξενο, στολίστηκε με ξαστεριά. Η γη συνέχιζε να κοσκινίζει τα χαλάσματα μα την Ανθούλα δεν την ένοιαζε.
-Στράτο, φώναζε ξανά και ξανά χωρίς να παίρνει απάντηση. Οι γείτονες που γλύτωσαν δοκίμασαν να τραβήξουν κι εκείνη απ’ τα γκρεμίσματα. Δεν τους άφησε. Ούτε κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί. Στο τέλος τους είδε. Μπροστά ο Στράτος και πίσω του η ζωντοχήρα και τα δυο κορίτσια. Πριν προλάβει να τους φωνάξει πέταξαν στον αέρα και χάθηκαν ανάμεσα στ’ άστρα.
Την ξύπνησε το τρίξιμο του κρεβατιού. Ο Στράτος γύρισε και ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Η Ανθούλα ξεροκατάπιε μα ορκίστηκε να μην του πει λέξη. Έκανε στην άκρη και σταυροκοπήθηκε κάτω απ’ το σεντόνι.
Βαλετοπούλου Λίνα