Ο βυσσινής καναπές

Ο παππούς και η γιαγιά. Σε εκείνο το σπίτι στο χωριό. Με τα τούβλα, τους βυσσινιούς καναπέδες και τα παρδαλά χαλιά. Παραμύθια με τον παππού στον καναπέ. Ακόμη το θυμάται. Κάθεται εκεί και γυρίζει πίσω. Θυμάται καθαρά. Μυθολογία. Αγαπημένος, ο Θησέας. Και τον μπαμπά της θυμάται. Ένας αρκούδος που την κοιτούσε απ’ τη βιτρίνα. Δεν της τον πήρε ποτέ. Μετά δικαστήριο, επιμέλειες, δικηγόροι. Τους τα πήρε όλα. Πώς θα μεγάλωνε αυτό το παιδί; Γιατί το ήθελε τόσο πολύ; Δυο κοινωνικοί λειτουργοί χτυπούν το κουδούνι. Κάθονται σε εκείνους τους καναπέδες. Καταγγελία για παραμέληση και αδυναμία φροντίδας τέκνου. Ο παππούς, η γιαγιά και οι δυο κυρίες. Ήπιαν καφέ, συζήτησαν. Το παιδί θα μεγάλωνε με τη μάνα. Στο χωριό, με τους παππούδες. Εκείνος άφαντος. Κάνα καλοκαίρι ίσως. Σε ένα σπίτι με μια άγνωστη γυναίκα. Τη δική του γυναίκα. Μια θεία στο χωριό τη ρωτάει ποιον αγαπάει παραπάνω. Τη μαμά ή τον μπαμπά; Τσιρίζει, φτύνει, φεύγει. Κλειδώνεται στο δωμάτιο. Μια φωτογραφία. Εκείνη η γυναίκα τώρα έχει και μουστάκι. Έπειτα στο σπίτι καβγάς. Έχει να τον δει εννιά χρόνια. Πώς να’ ναι άραγε; Ο παππούς μια αγκαλιά με σοκολάτες και λογιών λογιών λιχουδιές. Και την έβρισκε το ξημέρωμα στον ίδιο καναπέ με καφετιές μουντζούρες και μια κοιλιά ίσαμε κει πάνω. Στο σχολείο μαύροι κύκλοι. Πεταχτές καμπύλες και νύχια φαγωμένα. Στόχος για τα πειραχτήρια και τους μπούληδες. Καψούρα με έναν συμμαθητή. Ούτε να τη φτύσει. Ήταν δεκαπέντε. Τώρα μεγάλωσε και της αρέσει να γυρίζει εκεί. Σε μια οικογένεια που ξέρει ότι την περιμένει. Ο παππούς στο χωριό, στον βυσσινή καναπέ.

Καβουρματσίδου Στεφανία