Ένα διαφορετικό τέλος για τη «Νοσταλγό»
[…] ο Μαθιός επρόλαβε κ’ έρριξε την βαρκούλαν μεθ’ ορμής εις τα ρηχά, επί της άμμου.
– Πάντα κατευόδιο! Έκραξε φαιδρώς το Λιαλιώ.
Ηγέρθη, βλέπουσα τον λευκόν τοίχον του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου στίλβοντα εις το φως της σελήνης, έκαμε τον σταυρόν της, κ’ επήδησε πρώτη εις την άμμον της παραλίας, βρέξασα τας πτέρνας, εις το ύδωρ. Ο Μαθιός επήδησε κατόπιν της κ’ εδοκίμασε να σύρη την βάρκαν. Η σκαμπαβία δεν απείχεν ήδη ή είκοσιν οργυιάς από του όρμου.
Ο νέος εκοίταζε μία το Λιαλιώ και μία την σκαμπαβίαν ή μάλλον τον μπαρμπα-Μοναχάκην όστις επέβαινε εις την σκαμπαβίαν. Το Λιαλιώ ήτο ψυχρόν, ωχρόν και απόμακρον εις το φως της σελήνης. Ο μπαρμπα-Μοναχάκης ήτο μαυροενδεδυμένος, ένθερμος και εγγύς επικινδύνως. Εις το φως της σελήνης εφάνταζε θηριώδης.
Το Λιαλιώ έτεινε την λευκήν χείραν αναζητώντας βοήθειαν δια την ανάβασιν εις το όρος. Ο Μαθιός έσυρε πάλιν την βαρκούλαν εις το ύδωρ, επήδηξε εις αυτήν και ήρχισε να λάμνει ακαταπαύστως προς την αντίθετον κατεύθυνσιν.
Το Λιαλιώ εκοίταζε την βαρκούλαν ν’ απομακρύνεται. Εστράφη προς το όρος και αντίκρυσε το χωρίον εις την κορυφήν. Εξεκίνησε την κοπιώδην ανάβασιν. Εφθάσασα εις ύψος τινόν, εστράφη πάλιν προς την θάλασσαν. Η βαρκούλα είχε γίνει άφαντος και ο πρεσβύτης επλησίαζε. Αίφνης, η νέα γυνή, εγκαταλειφθήσασα υπ’ ανδρός ανάνδρου, άνοιξε τας χείρας, έκαμε ένα βήμα προς τον κρημνόν και, παραπατήσασα, έπεσε εις την θάλασσαν.
Ο μπαρμπα-Μοναχάκης, μετά κόπων και βασάνων, ηύρε το λευκόν λευκοενδεδυμένον σώμα να πλέει επί της θαλάσσης εις σχήμα σταυρού ωσάν να είχεν εύρει τον σταυρόν του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου ριφθέντα υπό του ιερέως εις την θάλασσαν κατά την εορτήν των Θεοφανείων.
Η σελήνη είχε πλέον σκιασθεί υπό του ηλίου και το Λιαλιώ είχε φθάσει πέρα.
Δέσποινα Παπακωνσταντίνου