Συνθήματα ξεχύνονται μέσα απ’ τον τηλεβόα. Ηχηρά κι αλλοιωμένα. Προσπαθώ να μετρήσω ζευγάρια χέρια˙ ζευγάρια πόδια. Μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό πελαγώνω. Οι σκέψεις μου τυλίγονται γύρω από το μπροστινό πανό. Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά. Τι πλάκα που έχουν τα συνθήματα, σκέφτομαι. Αν τα διαβάσεις μισά μοιάζουν σχεδόν ερωτικά. Κοιτάζω το ρολόι μου. Νιώθω να σταματάμε. Βιάζομαι. Μια κυρία μ’ αρπάζει απ’ το μπράτσο. Δεν την ξέρω. Όλοι είμαστε εδώ για τον ίδιο λόγο, μαντεύει. Μου δίνει να κρατήσω μια σημαία. Την παίρνω διστακτικάּ δεν τη σηκώνω. Στηρίζομαι πάνω της για να βγάλω τη διαδρομή. Ατέλειωτη μοιάζει. Τα πόδια μου πονούν, ασφυκτιούν μέσα στα παπούτσια. Καλομαθημένα πόδια, ευαίσθητα. Θέλουν να ελευθερωθούν, να κάνουν κι αυτά την επανάστασή τους. Λίγα μέτρα μένουν. Οι φωνές κοπάζουν. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε συνδικάτα, σωματεία και κατεβασμένα πανό σε βλέπω. Το δικό μου γρανάζι μόλις γύρισε μερικά χιλιοστά…
Μυλωνά Μαρία