Ίσως η έκφραση αυτή που δε μπόρεσες ποτέ να προσδιορίσεις,
έκρυβε μέσα της όλα όσα έπρεπε να ξέρεις.
Λουζόμουν στο φως και δε με είδες.
Τι σε κάνει να πιστεύεις πως στο σκοτάδι θα με νοιώσεις;
Γιατί νομίζεις πως με ξέρεις,
όταν το μόνο που δοκίμασες ήταν το μάρμαρο που μ’ έντυσαν;
Χίλια χρόνια τώρα το φοράω και τόσο κρύο δεν ένοιωσα
παρά μόνο κάθε φορά που μ’ άγγιζαν τα μάτια σου.
Γιατί χίλια χρόνια με κοιτάς, μα δε με βλέπεις.
Κι όμως ήμουν πάντα εδώ, περιμένοντας να ενώσεις τα κομμάτια.

Εσύ κι εγώ•
φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση,
χωρίς ποτέ να μοιάσουμε.

Εγώ κι εσύ•
κομμάτια μιας ιστορίας που γράφτηκε απ’ τους νικητές,
μα ανήκει στους νικημένους.

Εμείς•
ρωγμές σε ένα πέτρινο ποίημα που επιμένει να νοιώθει περήφανο.

Χίλια χρόνια τώρα.
Μπορεί και περισσότερα.
Έχασα (σ)το μέτρημα
Βλέπεις
όταν είσαι ακίνητος,
ο χρόνος δεν έχει
και τόση σημασία.

Ζαγκλαρά Μαρία