Καθόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Άκουγε τα παιδιά του να παίζουν στο διπλανό δωμάτιο. Μύριζε ήδη τον καφέ και το κέικ που ψηνόταν. Η γυναίκα του ετοίμαζε βασιλικό πρωινό. Ήταν από ώρα ξύπνιος αλλά δεν άνοιξε τα μάτια. Σκεφτόταν ένα ένα τ’ αντικείμενα στο κομοδίνο. Πιο κοντά ήταν το ρολόι, μετά τα γυαλιά, πίσω το φωτιστικό και στην άκρη διπλωμένο στα τρία το μπαστούνι. Δεν το χρειαζόταν πολύ ακόμα, αλλά καλό θα ήταν να συνηθίζει σιγά σιγά. Δε θυμόταν με λεπτομέρειες τα λόγια του γιατρού. Σπάνια ασθένεια. 120 περιστατικά σε όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχουν προειδοποιητικά σημάδια κι εξελίσσεται ραγδαία. Η τύφλωση μη αναστρέψιμη.
Το αρχικό σοκ ακολούθησε ένα μούδιασμα και μια αμηχανία σε όλη την οικογένεια. Πιο γρήγορα συνήλθε η γυναίκα του. Άρχισε να ψάχνει στο ίντερνετ, να ενημερώνεται, να προετοιμάζεται. Το έπαιζε γενναία. Δεν ήξερε ότι την άκουγε τα βράδια να κλαίει στο μπάνιο. Τα μικρά περισσότερο από περιέργεια παρά από συνειδητοποίηση έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις. Δεν ανησυχούσε γι’ αυτά. Θα προσαρμόζονταν πιο γρήγορα απ’ τον ίδιο.
Σιγά-σιγά το πήρε απόφαση. Όσο του επέτρεπαν τα μάτια του γέμιζε εικόνες. Η φάτσα του μικρού όταν τον έπιαναν να σκαλίζει πάλι τα συρτάρια. Ο χορός της μικρής που παρέμενε ίδιος ανεξάρτητα από τη μουσική που έπαιζε. Το φως όπως έπεφτε στα μαλλιά και στο πρόσωπο της γυναίκας του. Το χαμόγελό της. Το κορμί της.
Η όρασή του είχε περιοριστεί αρκετά πλέον. Εδώ και λίγο καιρό τον απασχολούσε – σχεδόν φιλοσοφικά – ποιό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε. Αυτό σκεφτόταν και σήμερα το πρωί στο κρεβάτι. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε προς το παράθυρο. Η βαριά κουρτίνα δεν άφηνε να μπει φως. Παρά τη συσκότιση μια μικρή ηλιαχτίδα κατάφερε να τρυπώσει κι έπεφτε διαγώνια στο γραφείο. Ήταν ώρα να σηκωθεί.
Καραστέργιου Παναγιώτα