Πολλαπλασιασμός ή διαίρεση
«Θα κοιμηθείς?».
«Ναι».
«Έχεις κλείσει τη βαλίτσα σου?» πήρε ένα γρήγορο νεύμα σαν απάντηση, «είσαι κουρασμένος?». ξαναρώτησε
«Ναι, αλλά ευχαριστημένος».
Γύρισε, την κοίταξε. Φάνηκε πως θα είναι ένα τυχαίο ενδιαφέρον, αλλά ξαφνικά έσκυψε προς το μέρος της και άφησε ένα πολύ γλυκό και αργό φιλί.
«Πως αυτό?» ρώτησε, ενώ εκείνος γύριζε σελίδα στις φωτουπίες.
Ενώ μιλούσε είχε στραμένο το βλέμμα στο πρόσωπό του. Παρατήρησε ένα περαστικό στιγμιαίο μορφασμό, σιμάδι ότι ίσως έσωσε ένα χαμόγελο.
«Για τις φροντίδες σου».
Με αργές κινήσεις βάλθηκε να βολευτεί καλύτερα στα σκεπάσματα. Άλλαξε τρεις φορές θέση το μαξιλάρι της, επαναφέροντάς το τελικά στην αρχική του θέση, χωρίς να φαίνεται να το καταλαβαίνει. Ησύχασε.
«Τα χέρια της ήταν γεμάτα φορντίδες» είπε απλά.
«Γιατί όχι σε πρώτο πρόσωπο?». έκανε ξεφυλλίζοντας μερικές σελίδες ακόμα
. «Γιατί σε ολόκληρο το ποίημα έχω τρίτο πρόσωπο»
. «Δεν είπα ότι δεν έχεις»
«Εννοείς ότι θα μπορούσε ολόκληρο το ποίημα να μεταφερθεί σε πρώτο πρόσωπο? »
«Θα μπορούσε?.» έκανε και σταμάτησε να ξεφυλίζει
. Κοίταξε σκεφτική τον καθρέφτη απέναντι που αιχμαλωτίζεται λεπτομέρειες από τον πίνακα δεξιά του
«Όχι, δε θα μπορούσε». Το βλέμα της έμοιασε ανέκφραστο, βυθισμένο στο ίδιο σημείο σαν από λύπη, σαν να χαλάρωσε σε σκέψεις ή ανία. Το δικό του παρόμοιο, παρέμενε στην ίδια σελίδα, μάλλον στο ίδιο σημείο.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν θα πρόσθετε η ίδια τίποτα προφορικά εκείνη τη στιγμή, αλλά αναπάντεχα ήρθε η απάντησή της: «Δεν μπορεί να αλλάξει σε πρώτο πρόσωπο δίνει την αίσθηση ότι το ποίημα απευθύνει παρακλήσεις και προσφορές ».
Το ίδιο αναπάντεχα, ο σύζυγός της τράβηξε τα σκεπάσματα έβγαλε δύο γυμνά πόδια- «Για παράδειγμα» στα 25 να μου πάρετε δώρο τσιγάρα »προσδίδει ένα άλλο ύφος και δίνει κάποια σιγουριά που δεν θα ήθελα να φανεί »-σηκώθηκε και με βιασύνη-« ναι, κατάλαβα »-βγήκε από την κρεβατοκάμαρα. Τις φωτοτυπίες τις πήρε μαζί του.
«Είναι πάνω στο τραπέζι». Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους στον καθρέφτη απέναντι από το κρεβάτι καθώς έμπαινε.
«Τι είπες?» τραύλισε.
«Σου φώναξα να μου φέρεις το μπλοκάκι μου» είπε απλά. Τα χέρια της ήταν ενωμένα στις παλάμες, ακίνητα.
«Δεν το άκουσα» είπε εκείνος απλά, μετά από μία μικρή παύση.
Βγήκε από το δωμάτιο με αργά βήματα και τη χαρτούρα στη μασχάλη. Ύστερα από λίγα λεπτά της έδωσε το μπλοκάκι στα χέρια χωρίς δισταγμό, σαν να ήξερε.
«Σε ευχαριστώ» είπε απλά και το άνοιξε, προσπέρασε μερικές μουτζουρωμένες σελίδες, στίχους και ολόκληρα ποιήματα όλα με μολύβι. Σταμάτησε σε μία σελίδα όπου είδε σημειωμένους δύο αριθμούς η άκρη του ματιού του.
«Το ποίημα είναι εξαιρετικό όπως σου είπα και χτες» πρόφερε με έναν αέρα απολογητικό στη φωνή του. Τώρα κοίταζε τις δικές της σημειώσεις να ξεφυλλίζονται, ενώ κρατούσε μπροστά του τα φυλλάδιά του σαν πρόφαση.
«Σε ευχαριστώ» σημείωσε σκυφτή δύο αριθμητικά ψηφία στο μπλοκάκι. Μιλούσε και έγραφε ταυτόχρονα.
«Ποτέ δε θα σταματήσει να με συναρπάζει ο τρόπος που γράφεις» είπε με σταθερό και γρήγορο ρυθμό. Με το «συναρπάζει» έσπασε η μισή μύτη του μολυβιού. Την μάζεψε και την έριξε στην άδεια κούπα από το τσάι της.
«Καληνύχτα» άνοιξε ένα συρτάρι του κομοδίνου, πέταξε τις σημειώσεις μέσα του αφήνοντάς το έτσι ανοιχτό και ξάπλωσε προς το μέρος της.
«Καληνύχτα» είπε και πρόσθεσε ένα δεκαδικό ψηφίο.
«Δε θα πέσεις να κοιμηθείς? »τη ρώτησε τώρα εκείνος.
Πετάρισαν τα ρουθούνια της. Γύρισε και τον κοίταξε, ασκεπή, χωρίς γυαλιά, το πρόσωπό του χωρίς χρώμα, με πανάδες κι άλλα σημάδια γήρατος. Ξαπλωμένος κοίταζε στο μπλοκάκι της. Πέταξε το βλέμμα της στον τίτλο του άρθρου που διάβαζε πριν τα παρατήσει: Η εποχή της νέας έρευνας σχετικά με Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή? τέχνη και την τεχνολογία διπλής κατεύθυνσης συμβολή.
«Τώρα, κλείνω το φως» πρόφερε ήρεμα. Τα μάτια της λίγο στρογγύλεψαν, έφυγε η ένταση από τη μύτη. Άρχισε να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα με σπαστικό ρυθμό. Άφησε το μπλοκάκι ανοιχτό με τον τελευταίο δεκαδικό αριθμό να εκκρεμεί χωρίς ψηφία στο κόμμα.
«Κοιμήσου» πρόσθεσε, δίνοντάς του ένα χάδι στο μπράτσο. Δεν πήρε το χέρι.
Βολεύτηκε καλύτερα στο μαξιλάρι του ώστε να έχει θέα απευθείας και απέναντι στα μάτια της. Σε λίγα δευτερόλεπτα η όραση και των δύο προσαρμόστηκε στο φως που μπαίνει από τις γρίλιες και προσφέρει η ΔΕΗ, ωχροκίτρινο σε όλους τους δρόμους.
«Δεν έχεις κλείσει το συρτάρι που έβαλες τα άρθρα του συνεδρίου. Αν δεν ανοίξεις πρώτα το φως, δε θα το δεις και θα χτυπήσεις ενώ σηκώνεσαι ».
Γύρισε πλευρό, ταχτοποίησε τα χαρτιά καλύτερα. Σταμάτησε. Έκλεισε το συρτάρι ξαπλωμένος και παρέμεινε στο πλευρό εκείνο μετέωρος, χωρίς να βολευτεί, σαν να υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι με το κομοδίνο.
Το χέρι της πέρασε με χορευτική χάρη πάνω από τη μέση και κάτω από τον αγκώνα του, χάιδεψε το στήθος σαν να το φιλούσε με την παλάμη και λίγο ακόμα πιο τρυφερά κόλλησε στην πλάτη του ολόσωμη. Λεπτή και νέα στο πνεύμα όσο 25 χρόνια.
Δύο πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα από τον άλλο πόλο του ζευγαριού: τράβηξε το χέρι στο στόμα του σκύβοντας κι ο ίδιος, ενώ παρέσυρε το πόδι της με το δικό του, σε μία γωνία ανάμεσα στα δικά του. Τα χείλη του έτρεμαν για δύο στιγμές στα δάχτυλά της, τα πόδια του ήταν μια άγκυρα να την κρατάει ζωσμένη πάνω του.
Ήταν εκείνος που είχε ανάγκη από επιβεβαίωση τώρα, εκείνος που χρειαζόταν να αναζωογονηθεί από μία αγκαλιά. Τον φίλησε άλλη μία φορά στην ωμοπλάτη. Εκείνος ξεφύσηξε το χνώτο χρόνων με όλη τη πνιγηρή οσμή σχέσεων και συμπλεγμάτων. Τα ήξερε όλα αυτά, τα ήξερε από άποψη ψυχιατρικής, έβλεπε τον εαυτό του να προχωράει πιο σταθερά προς εκείνο το γυμνό απόκοσμο φαράγγι, έβρισκε τον κόσμο του εκεί μέσα του αβαθή, χωρίς έρωτα να συμπληρώσει το χάσμα. Κάθε μέρα από τότε που συνέπεσαν οι ζωές τους ένιωθε λιγότερο φόβο να πλησιάσει στο χείλος, να τον αντικρίσει το σκοτάδι. Αλλά η αγάπη της και όλα τα δώρα προσφοράς έπεφταν και σήμερα χωρίς να αισθάνεται την τελική σύγκρουση με την κοίτη.
Τα ήξερε όλα αυτά κι εκείνη. Την πήγαινε στην αλήθεια ένα εσωτερικό φως. Ένιωθε να στενεύει το στέρνο κι η δεξαμενή του αέρα που έχει μέσα της κάθε φορά που εκείνος έπαιρνε το βλέμμα για να κοιτάξει το σκοτάδι του. Ήξερε τον εαυτό της ανθεκτικό και δοτικό, ήξερε ότι είναι το είδος του φαραγγιού που είναι προορισμένο για να αναδείξει όλη την αξία της. Αλλά σήμερα όταν δείλιαζε για μία στιγμή, σκέφτηκε την παρομοίωση δύο τέλειων πλασμάτων, δελφινιού και αετού, που μπορούν να συναντηθούν μόνο για μία στιγμή κι αν προσπαθούσαν να πετύχουν τη διαστολή αυτής της στιγμής, αναγκαστικά θα πνιγόταν ο ένας ή ο άλλος. Πήρε το μπλοκάκι γράφοντας το πηλίκο διαιρέσεων που έκανε με το μυαλό της, αποφόρτιζε λίγη οδύνη. Τα παρατηρούσε κάτι τέτοια αυτός ο στενόχωρος σύντροφος, τα κοιτούσε με το μισό μάτι του Σάουρον, γεννημένο από το χάος που δημιούργησαν διαβρωτικές σχέσεις. Ο εγκλωβισμός του στην επιστήμη, του προσφέρει τώρα τις γνώσεις να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά του Καιάδα και όσων ρίχνονται θυσιασμένοι. Το μόνο που δεν ήξερε είναι αν ήταν πολλαπλασιασμός ή διαίρεση.
Ήξερε πάντοτε να απαντά στο ίδιο ύφος αν όχι καλύτερο από του συνομιλητή του. Αυτό την έφερε να ενωθεί με τη δυστυχία του. Ο δικός της δαίμονας ήταν η ενοχοποίηση του θυμού και η αγιοποίηση της γαλήνης κάθε ανθρώπου. Όμως όποιος βγάζει τα πορίσματά του μένει να τα ελέγξει πάνω στη δική του ζωή. Πριν από ενάμιση χρόνο ερωτεύτηκε έναν αετό που της τρώει παρασιτικά το συκώτι με αντάλλαγμα την ειρηνική συντροφιά του. Πολύ ιδιαίτερη για να αγνοήσει τα συναισθήματα προς τον αβοήθητο, πολύ νέα για να λυπηθεί τον εαυτό της, πολύ τολμηρή για να διεκδικήσει κάποιον που δε τη ζητούσε, πολύ ατσαλάκωτη για να την κόψει το ψαλίδι. Αυτός ήταν, ένας σοβαρός, ευγενικός, αλλά ανώριμος άντρας.
Αγγελική-Βιλελμίνη Ορνστάιν