Ληξιπρόθεσμο
Η προϊσταμένη εδώ και ώρα την παρατηρούσε να δουλεύει πίσω από το γκισέ. Χλωμή, νευρική, με βλέμμα απόγνωσης. Για τον επόμενο μήνα είναι υποχρεωμένη να παραμένει στη θέση της δέκα ώρες για να καλύψει μόνη της το φόρτο εργασίας των αδειούχων συναδέλφων της. Ένιωσε υπεύθυνη για την φανερή κόπωσή της.
– Ελένη, θέλεις να σου φέρω κάτι να πιεις; Ένας φρέσκος χυμός πορτοκάλι νομίζω ότι θα σου κάνει καλό.
Την κοίταξε με βλέμμα θολωμένο και με μια ένταση που την τρόμαξε.
– Ευχαριστώ, δεν έχω χρόνο ούτε για μια γουλιά.
Βγήκε έξω από το γραφείο να δει την κατάσταση που επικρατούσε. Έμεινε να κοιτά προσπαθώντας να μην αφήσει τον εαυτό της να ουρλιάξει. Το σκηνικό του διαδρόμου θύμιζε προβλήτα Ψάθες στρωμένες στο πάτωμα, πηγαδάκια που σιγόβραζαν από αγανάκτηση έτοιμα με το παραμικρό να εκραγούν και δύο νεαροί να πίνουν φραπέ ακουμπώντας σε μια μικρή προεξοχή που υπήρχε στο διάδρομο. Κάποιος βγήκε από τον ασανσέρ. Προσπέρασε το πλήθος, την πλησίασε, κοιτώντας την ως σανίδα σωτηρίας στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
– Πού πάω; Το γραφείο εννέα; ρώτησε.
– Καλημέρα, του απάντησε νιώθοντας νευρικότητα από το έντονο βλέμμα του, είσαι στο σωστό διάδρομο, το γραφείο εννέα είναι εδώ. Ψάξε να βρεις ποιός είναι ο τελευταίος για να ξέρεις τη σειρά σου.
Έκανε να φύγει, αλλά ένιωσε να την πιάνει από το χέρι. Την κοίταξε απελπισμένος.
– Τι εννοείτε; Όλοι αυτοί εδώ περιμένουν να μπουν στο ίδιο γραφείο; είπε ξέπνοος μη μπορώντας να αποδεχτεί την κατάσταση. Είχε ξυπνήσει από το ξημέρωμα ο Στάθης για να προλάβει να είναι από τους πρώτους στην εφορία.
– Ακριβώς, κύριε. Αν δεν έχετε χρόνο μπορείτε να έρθετε αύριο.
– Αύριο; Με σαράντα βαθμούς να καίγεται ο τόπος, εγώ να είμαι πάλι εδώ; Όχι, θα περιμένω όση ώρα χρειαστεί. Ποιός είναι ο τελευταίος; φώναξε δυνατά.
Ένας κύριος ξαπλωμένος σε ένα γραφείο με κενές υπεύθυνες δηλώσεις, του έγνεψε, σαν να έλεγε «μάταια το ψάχνεις, άργησες». Ο Στάθης γύρισε κι άρχισε να μετράει.
– 49 είμαστε. Είσαι ο πεντηκοστός, του απάντησε μια κυρία που καθόταν σε ένα σκαμπό.
– Πρώτη μέρα εδώ; Δεν σε ξαναείδαμε, τον ρώτησε η ίδια κυρία. Εγώ έρχομαι τρίτη φορά. Ελπίζω σήμερα να εξυπηρετηθώ. Έχω καλή σειρά. Χθες ήταν πιο άσχημα τα πράγματα. Σε δύο ώρες μόνο τρία άτομα εξυπηρετήθηκαν.
Την ίδια στιγμή ένας νεαρός έβγαλε το κινητό του κι άρχισε να βιντεοσκοπεί την κατάσταση. Η προϊσταμένη τον είδε και βγήκε στον διάδρομο ζητώντας να επικρατήσει ηρεμία.
– Όλα θα γίνουν. Λίγη υπομονή. Μας λείπουν αρκετοί υπάλληλοι.
– Πότε; ρώτησε μια κυρία γύρω στα εξήντα. Ακόμα εξυπηρετεί τους χθεσινούς με τα χαρτάκια αναμονής.
«Ποια χαρτάκια; Ποιοι είναι οι χθεσινοί;…» δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη σκέψη του ο Στάθης, ένας νεαρός πετάχτηκε έξαλλος, μπήκε μέσα στο γραφείο κι άρχισε να ωρύεται.
– Αλήτες. Θα σας καθαρίσω όλους. Έχω ένα ληξιπρόθεσμο. Αν δεν το πάρεις σήμερα θα σου φέρω το πρόστιμο και θα στο κολλήσω στο μέτωπο! είπε της κοπέλας που καθόταν πίσω από το γκισέ.
Ο Στάθης φοβήθηκε. Κόλλησε στον τοίχο δίπλα στην πόρτα του γραφείου. Κοίταξε ανήσυχος τα άτομα που τώρα είχαν ξεσηκωθεί. Ο καθένας έβγαζε τη δική του πικρία για το σύστημα, για τον κάθε αλήτη εκπρόσωπο της εξουσίας, που δε λέει να φρενάρει την κατρακύλα, να τροποποιήσει την δημόσια διοίκηση προς όφελος του εξυπηρετούμενου πολίτη. Η προϊσταμένη τους κοίταξε σφίγγοντας τα χείλη της. Με ύφος συγκαταβατικό επιχείρησε να τους ηρεμήσει φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε για να ακουστεί.
– Χθες αργά το μεσημέρι δώσαμε χαρτάκια με νούμερα σε όσους είχαν απομείνει. Αυτούς εξυπηρετούμε σήμερα. Οι υπόλοιποι αύριο.
– Εμείς που ήρθαμε και χθες και σήμερα, πότε; Από τις πέντε το πρωί περιμένω κάτω στην είσοδο. Θα εξυπηρετηθούμε; Χθες δώσατε τα χαρτάκια, εγώ δεν πήρα. Μήπως ήταν μόνο για τους γνωστούς σας; είπε με στόμφο μια νεαρή που ήταν φορτωμένη με βιβλία που έπρεπε να κλείσει.
– Με δικά μας λεφτά πληρώνεσαι, φώναξε ένας από το βάθος του διαδρόμου. Να καθίσεις και εσύ στο γκισέ, αν θέλεις πραγματικά να βοηθήσεις.
– Αυτό να γίνει, φώναξε όλο το πλήθος με πάθος και αγανάκτηση θέλοντας να ανατρέψει τα δεδομένα.
Οι ώρες κύλησαν και η πόρτα της εφορίας έκλεισε. Εμείς, όμως, παραμέναμε εκεί προσμένοντας το απίθανο. Η ανησυχία έπιασε κόκκινο.
– Θα εξυπηρετηθούν όλοι οι χθεσινοί και άλλα δέκα άτομα από τους σημερινούς. Οι υπόλοιποι αύριο, φώναξε η κοπέλα πίσω από το γκισέ.
Μια κυρία που καθόταν κοντά στην υπάλληλο του διπλανού γκισέ του ΦΠΑ φώναξε εκνευρισμένη.
– Εσύ γιατί δεν πας να βοηθήσεις; Αφού δεν έχεις δουλειά εδώ.
– Μην τα βάζετε με μένα. Με τους από πάνω να τα βάλετε. Εμείς απλοί υπάλληλοι είμαστε.
Δημιουργήθηκε πανικός. Κάποιος έσπρωξε τον Στάθη μπροστά. Ένας παππούς σήκωσε το μπαστούνι του και χτύπησε το τζάμι του γκισέ.
– Αν δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου να φύγεις. Τι σε πληρώνουμε; Είμαι 70 χρονών και με ταλαιπωρείτε εδώ και δύο μέρες, της είπε ο παππούς, φανερά εξουθενωμένος και ταλαιπωρημένος από τις τόσες ώρες αναμονής.
Ο Στάθης γύρισε, κοίταξε πίσω την ουρά και μην αντέχοντας άλλο είπε φωναχτά: «Εγώ φεύγω. Θα έρθω αύριο» κι έδωσε το χαρτάκι στον παππού που ήταν αποφασισμένος να μείνει.
Η κραυγή βοήθειας, οι στριγκλιές τον έκαναν να γυρίσει αμέσως πίσω στο γραφείο. Ο νεαρός, που πριν από λίγες ώρες είχε διαμαρτυρηθεί για το ληξιπρόθεσμο, είχε πιάσει την κοπέλα του διπλανού γκισέ και την απειλούσε με ένα μαχαίρι στο λαιμό.
Η ατμόσφαιρα πάγωσε. Όλοι έμειναν ακίνητοι, κλάσματα δευτερολέπτου, που στον Στάθη φάνηκαν αιώνας, κανένας δεν αντέδρασε. Τα μάτια του νεαρού ήταν μισόκλειστα. Τα χείλη του σφιγμένα. Τα χέρια του έσφιγγαν την κοπέλα με τέτοια δύναμη που το χρώμα του προσώπου της άρχισε να αλλάζει.
– Δεν φταίω εγώ. Μη μου κάνετε κακό, είπε η κοπέλα με μια φωνή που σιγόσβηνε.
– Θα σε αφήσω μόνο αν μου υποσχεθούν ότι θα διεκπεραιώσουν την υπόθεσή μου, είπε ο νεαρός ταραγμένος, πιέζοντας ακόμη λίγο το μαχαίρι στο λαιμό της κοπέλας. Μην κουνηθεί κανείς! Πού είναι η προϊσταμένη; Να έρθει να πάρει το ληξιπρόθεσμο, να μην χρεωθώ το πρόστιμο. Μετά θα αφήσω την υπάλληλο.
Ο παππούς κοίταξε τον Στάθη προσπαθώντας κάτι να του πει με το βλέμμα του. Τον κοίταξε προσεκτικά. Με το μπαστούνι χαμηλά του έδειχνε μία κατεύθυνση. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο Στάθης έσκυψε και βγήκε από το γραφείο. Προχώρησε στο διάδρομο ψάχνοντας την επόμενη πόρτα. Μπήκε μέσα. «Κανείς;» σκέφτηκε «μα γιατί με έστειλε ο παππούς εδώ; Τηλέφωνο. Ναι, να ειδοποιήσω την αστυνομία.» Έκανε την κίνηση να σηκώσει το ακουστικό όταν άκουσε φωνές. Βγήκε στο διάδρομο και είδε μερικά άτομα να τρέχουν πανικόβλητα προς την έξοδο της εφορίας.
– Τι έγινε; ρώτησε ξέπνοος.
– Την μαχαίρωσε. Κρατάει και την προϊσταμένη, είπε ένας από αυτούς που έτρεχαν στην έξοδο.
Το χέρι του Στάθη έτρεμε όταν κάλεσε το εκατό. Μετά έτρεξε στο άλλο γραφείο για να βρει μια λύση. Τότε πρόσεξε μια ενδιάμεση πόρτα. Προχώρησε με προσοχή. Άνοιξε την πόρτα όσο μπορούσε πιο αθόρυβα και προσπάθησε να δει. Βρισκόταν ακριβώς πίσω από τον νεαρό. Χωρίς δεύτερη σκέψη και κοιτώντας την κοπέλα που ήταν πεσμένη αιμόφυρτη στο πάτωμα άρπαξε μια καρέκλα και τον χτύπησε.
Με την κίνησή του αυτή η προϊσταμένη έφυγε ουρλιάζοντας ενώ οι υπόλοιποι έτρεξαν να βοηθήσουν και να πάρουν το μαχαίρι από το νεαρό.
Έκατσε κάτω. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν. Το κεφάλι του βούιζε. Ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπο του σχηματίζοντας μικρά ρυάκια.
Όλα στριφογύριζαν. Ένιωθε δυσφορία. Η ζεστή αίσθηση του υγρού στο χέρι του τον έκανε να πεταχτεί απότομα, πέφτοντας πάνω στον αστυνομικό που μόλις είχε μπει.
– Συγγνώμη, ψέλλισε και έτρεξε να βρει τις τουαλέτες για να πλυθεί.
Το πρόσωπο του είχε αλλοιωθεί από το φόβο. Το αίμα από το τραύμα της κοπέλας πάνω του τον έκανε να χτυπήσει τον τοίχο με μια γροθιά. Το ξέπλυνε με μανία. Σήκωσε το κεφάλι του κι έμεινε ακίνητος κοιτώντας τον εαυτό του μέσα από τον καθρέπτη. Σίγουρα δεν ήταν αυτός. «Ο φάκελος μου» ψιθύρισε και έτρεξε πάλι προς το γραφείο.
Το ασθενοφόρο είχε ήδη φτάσει. Το κτίριο είχε αποκλειστεί. Έπρεπε να περάσουν από ανάκριση, να δώσουν τα στοιχεία τους. Μετά θα τους άφηναν να φύγουν.
Κοιτώντας το χώρο, τους αστυνομικούς, τους νοσοκόμους και τον κόσμο που είχε μείνει χωρίς να μπορεί να αντιδράσει στα γεγονότα που έτρεχαν τίποτα δεν θύμιζε την πρωινή εικόνα της εφορίας.
Το άγγιγμα στον ώμο τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τον ανέκριναν για δύο ώρες περίπου. Του συνέστησαν να μην απομακρυνθεί από την πόλη και τον άφησαν να φύγει.
Με την έξοδο του από το κτίριο της εφορίας ένιωσε τη ζωή να τον καλωσορίζει. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε τα πρώτα αστέρια που άρχισαν να αχνοφαίνονται στον ουρανό. Εισέπνευσε βαθιά θέλοντας να νιώσει ζωντανός. Άρχισε να περπατάει με μεγάλα βήματα και σε λίγο έτρεχε σαν τρελός.
Δεν κατάλαβε πότε έφτασε μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του. Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη. Τα κοίταξε λες και τα κοιτούσε για πρώτη φορά. Το τηλέφωνο και η φωνή της Έλλης, η επαναφορά στο δική του πραγματικότητα.
– Κερνάω ποτό, στο μπαρ της γωνίας. Ντύσου κι έλα. Πες το και στα παιδιά. Σας περιμένω.
– Τι έγινε; Γιορτάζουμε κάτι; ακούστηκε η φωνή της Έλλης. Δεν της απάντησε. Άλλωστε είχε όλη τη ζωή μπροστά του για να της εξηγήσει.

Μιζαμίδου Κυριακή