Το υπνοδωμάτιο
Άνοιξε τα μάτια. Είχε ξημερώσει, μα το δωμάτιο ήταν σκοτεινό ακόμα. «Θα ‘χει συννεφιά» σκέφτηκε.
Γύρισε στο πλάι. Ενστικτώδικα, όπως κάθε πρωί. Άπλωσε το χέρι στη μεριά του. Ένιωσε τη δροσιά των σεντονιών. Το βαθούλωμα στο στρώμα. Η μυρωδιά του ήταν ακόμα εκεί.
Πετάχτηκε πάνω και άνοιξε την ντουλάπα. Κι εκεί μύριζε. Κι ας έλειπαν τα ρούχα του. Ολόκληρο το δωμάτιο μύριζε. Το κρεβάτι, ο καθρέφτης, η ταπετσαρία, οι κουρτίνες, το χαλί.
Ύστερα όλα θόλωσαν κι άρχισαν να τραντάζονται. Από το κλάμα της.
Ναυσικά Μακράκη