Η πρώτη φορά

Την πρώτη φορά που είδα άγγελο ήμουνα δώδεκα χρονών. Έπαιζα μπάλα με τους φίλους μου στην αλάνα. Ο άγγελος στεκόταν λίγο πιο πίσω απ’ τα κονσερβοκούτια που είχαμε βάλει για τέρμα. Ήταν γυναίκα. Αδύνατη, ψηλή, με μαύρα μακριά μαλλιά και σοβαρά μάτια. Κάτι με παραξένεψε στη μορφή της, ξαφνιάστηκα κιόλας που βρισκόταν εκεί, δεν την είχα δει να έρχεται.
Κάποιος απ’ τους συμπαίκτες μου σούταρε δυνατά προς τη μεριά της. Παραξενεύτηκα πάλι, μα καλά δεν την έβλεπε, επίτηδες το ΄κανε; Έκλεισα σφιχτά τα μάτια. Ήμουν σίγουρος πως θα ακούσω τσιρίδες και βρισιές. Το μόνο που άκουσα ήταν ζητωκραυγές για το γκολ. Όταν άνοιξα τα μάτια η γυναίκα είχε εξαφανιστεί.
Ένιωσα ζαλάδα και ανακατωσούρα, μου ‘φυγε η όρεξη για μπάλα. Είπα στους φίλους πως δεν νιώθω καλά, πως θα φύγω. Εκείνοι φώναζαν γιατί τους χάλασα το παιχνίδι.
Γύρισα σπίτι και ξάπλωσα. Η μάνα μου με ρώτησε τι έχω. Δεν της είπα. Σε κανέναν δεν είπα. Φοβόμουν. Πιο πολύ γιατί καταλάβαινα πως είμαι αλλιώτικος. Κι ήξερα πως κανείς δεν συμπαθεί τους αλλιώτικους.
Τη μαυρομάλλα με τα σοβαρά μάτια, δεν την ξανάδα ποτέ. Μα έχω δει πολλούς αγγέλους από τότε. Άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας. Κανένας τους δεν έχει φτερά. Κανένας τους δεν φέρνει κάποιο μήνυμα. Απλώς υπάρχουν και τους βλέπω μόνο εγώ. Τους λέω αγγέλους γιατί είναι όμορφοι και μοιάζουν πολύ αληθινοί. Δεν τους αξίζει να ονομαστούν φαντάσματα ή παραισθήσεις.
Όπως κι εμένα δεν μου αξίζει να με πεις τρελό. Αν εξαιρέσεις τους αγγέλους μου, τα ‘χω τετρακόσια.

Ναυσικά Μακράκη