Carpe diem!

-Ευλογείτε, Γέροντα!
-Ο Κύριος, παιδί μου. Πώς είσαι, πάτερ Αβέρκιε; Ανανεωμένος πνευματικώς;
-Εξουθενωμένος σωματικώς, Γέροντα. Όλη τη νύχτα όρθιος στο στασίδι με το κομποσχοίνι στο χέρι, προσευχόμουν.
-Πώς πήγε, παιδί μου, η αγρυπνία του οσίου Ονουφρίου;
-Απολαυστική, Γέροντα. Πραγματική πανδαισία!
-Συμφωνώ! Παρευρέθην και εγώ εις το μεγαλύτερον μέρος, ως είθισται, αλλ’ εις το τέλος ηναγκάσθην να επιστέψω. To γήρας, βλέπεις… Πού στεκόσουν όμως; Ουδόλως σε αντελήφθην.
-Πίσω πίσω, Γέροντα, στα σκοτεινά. Ήθελα να… συγκεντρωθώ.
-Τι ώρα τελείωσε, παιδί μου, η Θεία Λειτουργία;
-Στις 5.00 τα χαράματα, Γέροντα.
-Όρθρου βαθέος; Κατά τα παρελθόντα έτη διαρκούσε τουλάχιστον έως την 8ην πρωινήν. Τι εμεσολάβησεν;
-Κουράστηκαν, λέει, οι πατέρες και είπαν να συντομέψουν φέτος.
-Την αγρυπνίαν της πανηγύρεως; Σφάλμα μέγα! Ασέβεια προς τον άγιον… Είναι και τούτο, ως φαίνεται, σημείον των εσχάτων χρόνων. O tempora, o mores…
-Nαι, ναι, Γέροντα, ώρες και ώρες!
-Ποίος εκ των πατέρων εκήρυξε τελικώς τον θείον λόγον;
-Ε… εκείνος με τα κόκκινα.
-Γίνε σαφέστερος, παιδί μου. Όλοι κόκκινα δε φορούσαν;
-Α, δεν το πρόσεξα! Ήμουν σε άλλους κόσμους, Γέροντα.
-Τούτο είναι ολοφάνερον. Λοιπόν;
-Ε… ο πιο ψηλός!
-Ο πατήρ Πατάπιος; Ποία ήτο η αιτία; Και ο προεστώς τι απέγινεν; Ήτο έως τέλους παρών;
-Ήτο, ήτο, Γέροντα. Ήτο και παραήτο!
-Περίεργον. Ησθένησε τις προάλλες βαρέως και μου είπε ότι θα απεσύρετο ενωρίς.
-Πώς, πώς… Ε, δηλαδή… όχι ακριβώς… Ασθένησε ολίγον τι, ήτανε, λέει, του θανατά, αλλά το ’κανε το θαύμα του ο άγιος και ξαφνικά έγινε περδίκι! Έφαγε μπόλικο άρτο απ’ την αρτοκλασία και σηκώθηκε και χόρευε.
-Εχόρευεν; Ανήκουστον! Τι εννοείς;
-Ε… Εννοώ, Γέροντα, ότι πήρε μέρος στο χορό των πατέρων.
-Όντως πρωτοφανής η επέμβασις του οσίου Ονουφρίου! Απήλαυσες τουλάχιστον, παιδί μου, τον θείον λόγον;
-Ε… ναι, ναι, Γέροντα. Τον θείον λόγον.
-Δεν ήτο εποικοδομητικόν το κήρυγμα;
-Συναρπαστικό!
-Και τι σε εντυπωσίασε, τέκνο μου, εξ όσων είπε ο σεβάσμιος πατήρ; Θα ήθελα τη γνώμη σου.
-Ε… δε θυμάμαι καλά!
-Δεν θυμάσαι καλά; Μα πώς είναι δυνατόν, παιδί μου; Ομιλείς ωσάν εσύ να παρέστης εις άλλην αγρυπνίαν!
-Είμαι άυπνος, Γέροντα, εξαντλημένος και θεονήστικος! Τρεις μέρες αλάδωτο μ’ έβαλες κι έκανα. Δε βλέπω την ώρα να βάλω κατιτίς στο στόμα μου και να την πέσω στο κελί μου.
-Παράδοξος η συμπεριφορά σου, τέκνο μου. Κατανοώ, βεβαίως, τον κάματον της ορθοστασίας, τον κόπον της ασκήσεως, τον πόλεμον του πονηρού. Αλλά την πείναν; Οι πατέρες παρέθεσαν πλουσιοπάροχον γεύμα. Επεσκέφθην τα μαγειρεία φεύγοντας. Κατάλυσις ιχθύος σήμερα. Και οίνου και ελαίου. Δεν παρευρέθης εις την τράπεζαν;
-Μα και βέβαια, Γέροντα! Χάνονται τέτοιες ευκαιρίες;
-Τότε, παιδί μου, θα αναγκαστώ να σε επιπλήξω. Δεν πρέπει να επιτρέπεις στη δέσποινα κοιλία να σε καθιστά υποχείριόν της. Ο πόλεμος της σαρκός είναι σφοδρός. Ιδίως όταν έχεις και το νεαρόν της ηλικίας. Δεν εκόρεσες την πείνα σου εις την πανήγυριν;
-Εγκρατεύτηκα, Γέροντα! Εσύ δε μου ‘χεις πει να μην παραφουσκώνω την κοιλιά μου;
-Εύγε, παιδί μου! Ενεκρατεύθης, παρότι είχες ευλογία να φάγης. Να ξέρεις, τέκνο μου, ότι ο εκούσιος τούτος αγών σου δεν περνά απαρατήρητος από το άγρυπνον βλέμμα του Κυρίου μας, «ός τα πάνθ’ ορά».
–Ουρά, Γέροντα, ουρά… Είχε μια ουρά για το αντίδωρο, από δω ως κάτω στον πρόναο!
-Αδύνατον να συνεννοηθώμεν. Ας είναι. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ως είπεν και ο Κύριος. Πήγαινε, παιδί μου, να αναπαυθείς. Το δικαιούσαι. Και… κοίταξε, μην έρθεις στον εσπερινό. Θα τα πούμε κατευθείαν στο απόδειπνο. Θα σε περιμένω για εξομολόγηση. Φρόντισε να ετοιμασθείς.
-Οπωσδήποτε, Γέροντα! Δε θα παραλείψω…
«Φτηνά τη γλίτωσα», μονολογεί, καθώς απομακρύνεται, ο υποτακτικός. «Παρά τρίχα να με μυριστεί. Και ποιος με ξεπλένει μετά… Θα με τρελάνει στις νηστείες και στις μετάνοιες. Είπαμε, αδερφάκι μου, να σώσουμε την ψυχή μας. Αλλά ετούτος το παράκανε. ‘’Το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς’’. Κι αυτές οι ελληνικούρες του πια; Λες και ξεπήδησε απ’ το 800 π.Χ. Νιώθω σα να μιλάω με το Σωκράτη αυτοπροσώπως. Μερικές φορές είμαι σίγουρος πως από κάπου θα ξετρυπώσει κι η Ξανθίππη, να τον κυνηγάει με την παντόφλα. Μωρέ, καλά κάνω εγώ και παριστάνω τον ηλίθιο. Να μη με πρήζει. Πού τον πέτυχα, καλέ; Με το φανάρι να τον έψαχνα, τέτοιον δε θα ‘βρισκα»!
Μπαίνει στο κελί και σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι με τα παπούτσια. Κοιτάζει αφηρημένος το ταβάνι κι ανάβει ένα τσιγάρο. Είναι η πρώτη παρασπονδία που κάνει μετά από τόσον καιρό. Και το απολαμβάνει. Τα δαχτυλίδια του καπνού πετούν, γεμίζουν γρήγορα το άδειο δωμάτιο. Στεφανώνουν τους γυμνούς τοίχους. Και την ταραγμένη του καρδιά.
Η αλήθεια είναι πως ο π. Αβέρκιος το ’χει μετανιώσει πικρά που έγινε καλόγερος. Και μάλιστα από τόσο μικρός. Τυλίχτηκε το ράσο χωρίς καλά καλά να το καταλάβει. Παληκαράκι ήταν, έβραζε το αίμα του κι έκανε πρωταθλητισμό στο ποδόσφαιρο. Πρωτοσέλιδο στα περιοδικά, συνεντεύξεις, ταξίδια, θαυμάστριες, fan club, το καλύτερο θυμίαμα στη ματαιοδοξία του. Ήρθε όμως η μέρα που όλα αυτά έσβησαν πιο γρήγορα κι από μια φωτοβολίδα. Σ’ έναν καταραμένο αγώνα τραυματίστηκε σοβαρά, χειρουργήθηκε κι άκουσε απ’ τα χείλη του γιατρού τις φοβερές εκείνες λέξεις: «Δεν πρόκειται να ξαναπαίξεις ποδόσφαιρο, Λευτέρη».
Έχασε η γη κάτω από τα πόδια του. Ξαφνικά ένιωσε άχρηστος, πως δεν είχε πια νόημα για ‘κείνον η ζωή. Σκέφτηκε να προβεί ακόμα και στο απονενοημένο, όμως κάτι τον συγκράτησε. Εννοείται πως φίλοι, συγγενείς, θαυμάστριες, δημοσιογράφοι έστριψαν με ελαφρά πηδηματάκια. Ο καθένας τους με μια εύλογη δικαιολογία. “Θέλω, φίλε μου, μα δεν προλαβαίνω να σε δω. Η δουλειά, βλέπεις, τα παιδιά, το σπίτι, οι γερόντοι. Πνίγομαι, σου λέω”.
Και πάνω στην απόγνωση, για να μην του στρίψει, έκανε στροφή 180ο και το ’ριξε στα θεοτικά. «Κύριε ελέησον» και «πάτερ άγιε, ευλόγησον» απ’ το πρωί ως το βράδυ. Αυτός, που χωρίς ξενύχτι, ύπνο, φαΐ και καλοπέραση δεν έκανε ούτε λεπτό. Πέρασε όμως η πρώτη ζάλη κι αυτός ο φουκαράς άρχισε να ασφυκτιά. Κι ήτανε μόλις εικοσιπέντε χρονών. Τι δουλειά είχε τώρα η ζωή μαζί με τις αράχνες;
Ο Γέροντάς του ήταν καλός, μα παλαιών αρχών. Τον έβλεπε που διψούσε για ζωή, και κοίταζε να τον περιορίσει. «Να τιθασεύσωμεν, παιδί μου, οιοδήποτε τρόπω την σάρκα και τας ορμάς της», του ‘λεγε και του ξανάλεγε ευκαίρως ακαίρως. Μα αυτός τώρα τελευταία, μ’ ένα όνειρο κοιμόταν και ξυπνούσε: Να βρεθεί ξανά στα γήπεδα, να δει την εθνική να παίζει έναν μεγάλο αγώνα, να φωνάξει με τους φιλάθλους συνθήματα, να πιει μπύρες και να φάει πιτόγυρα, μέχρι που να σκάσει. Και μάλιστα, μεσούσης της Τεσσαρακοστής, που ‘λεγε κι ο Γέροντάς του. Τόσο πεζό, τόσο καθημερινό όνειρο, μα και τόσο μεγεθυμένο στο μυαλό του, που του φαινόταν πως θα κατακτήσει τον κόσμο όλον. Έτσι, μόλις του δόθηκε η ευκαιρία με την ξένη πανήγυρη, εκδήλωσε αυτός πρώτος επιθυμία μετά μεγίστης κατανύξεως να τιμήσει τον άγιο… Ονούφριο! Ο Γέροντας ξαφνιάστηκε, αλλά δεν μπόρεσε να του το αρνηθεί. Το θεώρησε κλήση θεϊκή. Πού να ΄ξερε…
Πέταξε το καλυμμαύχι στον ώμο και έβγαλε εισιτήριο με καρδιοχτύπι. Τα γένια τον απασχολούσαν μόνο. Ήταν μεν ένα θέμα, αλλά δεν μπορούσε και να τα ξυρίσει. Τι θα του ‘λεγε μετά του Γέροντα; Πως του ‘πεσαν στο δρόμο; «Δε βαριέσαι», σκέφτηκε. «Ποιος θα με κοιτάει εμένα; Πολλοί θα με δουν, λίγοι θα με προσέξουν».
Τώρα ξαπλωμένος στο κελί του ρεμβάζει ικανοποιημένος με το κατόρθωμά του και αναπολεί την υπέροχη βραδιά που έζησε μόλις χθες. Άξιζε κάθε θυσία! Έλα όμως που θέλει διακαώς να την ξαναζήσει; «Μην το σκέφτεσαι, είναι αμαρτία», διαμαρτύρεται από μέσα η συνείδηση. «Ή τώρα ή ποτέ», της λέει εκείνος αποφασιστικά και της κλείνει το στόμα. «Μην ξαναμιλήσεις! Εσύ φταις για όλα»!
Πετάγεται απ’ το κρεβάτι. Σβήνει βιαστικά το τσιγάρο στο πάτωμα, βουτάει την αθλητική εφημερίδα που αγόρασε στο γήπεδο και σ’ ένα λεπτό βρίσκεται στην πύλη. Έξω κάνει κρύο τσουχτερό. Ο αέρας του καρφώνει το πρόσωπο, σαν να θέλει να τον εκδικηθεί για την αποκοτιά του. Αλλά αυτόν ούτε που τον νοιάζει. Είναι και πάλι ελεύθερος. Και πάλι Λευτέρης. Με όλη τη ζωή μπροστά του. Κι ο Γέροντας περιμένει ακόμα εκείνη την… εξομολόγηση. Αν θέλεις, εσύ αναγνώστη, πήγαινε βρες τον και λύσε του την απορία. Είναι και γέρος άνθρωπος. Κρίμα να καρδιοχτυπά!

Αναστασία Νταλαγιάννη