Το μανταρίνι
Κλείνω με την πλάτη την πόρτα. Σκοτάδι. Αφήνω τις τσάντες να γλιστρήσουν από τα χέρια μου. Με τη μύτη της μπότας ανάβω το φωτιστικό δαπέδου στο διάδρομο. Χωρίς να κοιτάζω, ακουμπάω τα κλειδιά μέσα στο μικρό ξύλινο κουτί. Προχωράω. Βγάζω το σακίδιο που κρέμεται στους ώμους μου. Τα γυαλιά ηλίου γλιστρούν από το κεφάλι. Τα πιάνω στον αέρα. Τα αφήνω πάνω στο λευκό από πατίνα τραπέζι. Του άρεσε το λευκό. Με αργές κινήσεις ανοίγω το γκρι σακίδιο. Ψάχνω το μανταρίνι. Κάθε πρωί μου έβαζε ένα φρούτο στην τσάντα. Με φιλούσε τρυφερά στο μέτωπο. Το ζουλάω. Μια σταγόνα τρυπώνει στο αριστερό μου μάτι. Δακρύζω. Το πετάω στο καλάθι με τα φρούτα. Πέφτει μέσα. Το χέρι μου βουτάει πιο βαθειά στην τσάντα. Η μπλε ξεφτισμένη κασετίνα. Πόσα χρόνια! Ψάχνω πάλι. Καθώς πιάνω το μικρό σημειωματάριο, οι λέξεις σκαρφαλώνουν απρόσκλητες στα χέρια μου. Παραπατάω. Σκοντάφτω πάνω στη μεταλλική συρταριέρα. Ανοίγω το πρώτο συρτάρι και τα στοιβάζω όπως-όπως. Το μενταγιόν έχει τη φωτογραφία του. Με πνίγει. Το τραβάω με δύναμη .Η χοντρή αλυσίδα με χτυπάει στο δεξί μάτι. Το εκσφενδονίζω. Η γυάλα σπάει. Όλο το δωμάτιο μια λίμνη απόγνωσης. Το χρυσόψαρο σπαρταράει πάνω σου.
Βασιλική Αθανασακοπούλου