Άκουγε τα συνθήματα καθαρά. Άνοιξε το βήμα να προλάβει. Στην στροφή είδε τον κόσμο. Ήταν ακόμη στην πλατεία. “Tι στο διάολο! Μόνο τόσοι είμαστε;” μουρμούρισε. Οι συγκεντρωμένοι δεν ξεπερνούσαν τα διακόσια άτομα. Ένωσε την φωνή της με τους υπόλοιπους. Άρχισε να φωνάζει σαν να ήθελε να ξυπνήσει όλο τον κόσμο. Να ανοίξει τις πόρτες των διαμερισμάτων η φωνή της και να τους βγάλει έξω.
Σε λίγο το πρώτο πανό κατέβηκε στο δρόμο. Οι φωνές δυνάμωσαν. Οι σημαίες σηκώθηκαν ψηλά. Τότε τον είδε.
– Παύλο! Εδώ είμαι!
– Τι κάνεις, ρε μωρό μου, εδώ;
– Τι εννοείς; Δεν σου είπα ότι θα κατέβω κάτω;
– Ναι, αλλά στην πορεία;
– Ε, πού αλλού;
– Καλά ρε Άννα, σαββατιάτικα θα πάμε πορεία;
Η πορεία ξεκίνησε. Εκείνη έμεινε ακίνητη. Το πλήθος την προσπερνούσε.
– Έλα μωρό μου ξεκόλλα! Πάμε! Εμείς θα τον αλλάξουμε τον κόσμο;
Δεν τον άκουγε πια. Τον κοιτούσε κι αναρωτιόταν ποιός είναι. Ευτυχώς δεν του είχε δώσει κλειδιά. Έτρεξε να προφτάσει τους άλλους.
Ο Παύλος έμεινε πίσω.

Αμπράζη Κατερίνα