Τη μάνα μου δεν την έκλαψα εκείνη τη μέρα. Μας πήγαν στη θεία. Εφτά χρονών εγώ, η αδελφή μου πέντε.
Την επομένη το σπίτι μύριζε εκκλησία. Έτρεξα στην κάμαρη. Το κρεβάτι στρωμένο. Η ρόμπα η καφέ πίσω από την πόρτα, οι παντόφλες δίπλα. Το καντήλι, όπως πάντα αναμμένο. Η μάνα πουθενά. Έβγαλα τα παπούτσια μου. Τις κάλτσες τις άφησα, όπως πάντα, στο καλάθι στην κουζίνα. Θα τις μαντάριζε εκείνη όταν θα ‘ρχόταν – έτσι κάνει κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό.
Λίγες μέρες μετά, Πέμπτη ήταν θυμάμαι, ο σωρός στο καλάθι είχε μεγαλώσει. Η Δανάη πίσω μου σα σκυλάκι.
– Που είναι, Kωστή, η μαμά;
Γυρνάω την κοιτάω, κοιτάω και τις τρύπιες κάλτσες μου.
– Εσύ φταις που όλο γκρινιάζεις, τη σπρώχνω, πώς θα πάω σχολείο αύριο;
Ως το απόγευμα έκλαιγα∙ όχι για τη μάνα – είμαι άντρας εγώ. Για τις τρύπιες κάλτσες.
Παπαστεργίου Κατερίνα