Κατεβαίνω στην Ψιλή την άμμο. Σαράντα χρόνια στην ξενιτιά, μου ᾽λειψε περισσότερο απ᾽ την αυλή του πατρικού μου. Βγάζω τα παπούτσια. Περπατώ πέρα δώθε. Κλωτσώ. Θέλω να σηκώσω σκόνη, όπως τότε. Η άμμος είναι νοτισμένη απ᾽ τη χθεσινή βροχή. Βλέπω την όρθια πέτρα στη γραμμή του γιαλού. Τρέχω. Πιάνω στη ρίζα της την αυλακιά που ᾽κανε το σχοινί. Θυμάμαι όταν, τελευταία φορά, έδεσε τη βάρκα ο παππούς μου. Από ‘δω πηγαίναμε μαζί για ψάρεμα. Δυο δελφίνια του ᾽χαν κόψει τα δίχτυα. Δεν αγόρασε καινούρια. Τη βάρκα την πούλησε ο πατέρας μου.
Παπαδόπουλος Γεώργιος