Στο σπίτι μας, αν και μέναμε οκτώ άτομα, βαλίτσες δεν είχαμε. Ακόμα κι όταν ο παππούς και η γιαγιά μετακόμισαν σε μας, τα πράγματά τους τα έφεραν μέσα σε τσουβάλια. Και τα πιο εύθραυστα μπιχλιμπίδια, τα στέφανα και το καλό το βάζο, δώρο του θείου Γιάννη, Βοημίας το έλεγε η μητέρα, ήρθαν τυλιγμένα προσεκτικά μέσα σε εφημερίδες, αλλά όλα σε τσουβάλια. Άλλωστε δεν είχαμε πουθενά να πάμε. Το πολύ μέχρι τη Χώρα για δουλειές.
Το καλοκαίρι εμείς τα παιδιά λαχταρούσαμε τη θάλασσα, αλλά σπάνια μας γινόταν η χάρη. Και εμείς δεν τολμούσαμε να το πολυζητήσουμε, γιατί ο πατέρας συνήθως απαντούσε «Αύριο θα έρθεις μαζί μου να βλαστολογήσουμε τα κλήματα» ή «Θα με βοηθήσεις να σιάξουμε την πόρτα στο κοτέτσι». Ή το χειρότερο «Θα πας με τον παππού σου να δέσετε το νερό». Αξημέρωτα ερχόταν το νερό στα χωράφια μας.
Τις λίγες φορές που πηγαίναμε ζήλευα τους παραθεριστές. Τους νέους που λιάζονταν, γελούσαν δυνατά, παίζανε μπάλα και πειράζανε τα κορίτσια. Και κάτι κορίτσια, Θεέ μου! Η μάνα τα έβλεπε στραβά και πλατάγιζε τη γλώσσα πάνω στα δόντια «τς τς τς, σα δεν ντρέπονται».
«Η καλύτερη θάλασσα είναι το Σεπτέμβρη» έλεγε ο πατέρας. «Κρατάει όλη τη ζέστη του καλοκαιριού». Και μετά το καλοκαιρινό ξεφάντωμα ήταν γαλήνια. Όπως εμείς τα παιδιά, που μερικές φορές από το παιχνίδι και τα γέλια φτάναμε το βράδυ να μας παίρνει ο ύπνος, πριν ακουμπήσει το κεφάλι μας στο μαξιλάρι. Έφευγαν οι παραθεριστές και εμείς απλώναμε την κουβέρτα και τρώγαμε τα πρώτα μήλα…
– Κοιτάξτε παιδιά, φώναξε ο πατέρας και έδειξε στα βαθιά τη θάλασσα να σχίζεται από ένα ζευγάρι πτερύγια που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν σε κυκλική κίνηση. Δελφίνια.
– Περίεργο, είπε η μητέρα, στα νερά μας δεν έχει συνήθως δελφίνια.
– Θα κατέβηκαν από την Αλόννησο… Ελεύθερα είναι, όλες οι θάλασσες δικές τους.
– Και εγώ είμαι δελφίνι, φώναξε ο μικρός αδερφός και έκανε μια μεγάλη βουτιά.
Κοίταξα τον πατέρα, τη μάνα και μάζεψα κουράγιο.
– Εγώ, όταν μεγαλώσω, θα γίνω ναυτικός, ανακοίνωσα.
Μπαλαή Εύα