Ήταν κάτι που απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι. Τα νοσοκομεία του φέρνανε ναυτία. Ατέλειωτοι διάδρομοι που καταλήγανε σε άλλους διαδρόμους κι αυτοί με τη σειρά τους σε άλλους. Χρειαζόσουν ξεναγό για να καταφέρεις να βρεις το δωμάτιο που ψάχνεις.
Ο Παύλος επισκεπτόταν καθημερινά τη μητέρα του ένα μήνα τώρα, μα ποτέ δεν κατάφερε να βρει το δωμάτιο με την πρώτη. Ένα απόγευμα μπήκε λαχανιασμένος σίγουρος αυτή τη φορά ότι το είχε πετύχει. Ο άνθρωπος στο πρώτο κρεβάτι δεξιά ήταν σκεπασμένος μέχρι επάνω και ένας τραυματιοφορέας έσερνε το κρεβάτι προς τα έξω. Τον κοίταξε.
– Ζωή σε σας, του είπε.
-Ευχαριστώ, απάντησε ο Παύλος που άρχισε να κλαίει και να ακολουθεί το κρεβάτι με το νεκρό. Στη μέση της διαδρομής σπάραξε.
– Μανούλα μου!
Ο τραυματιοφορέας τον κοίταξε με απορία, σταμάτησε τράβηξε το σεντόνι. Ένας άντρας προχωρημένης ηλικίας ξαπλωμένος, ακούνητος με τα μάτια σφαλισμένα. Έσκυψε το κεφάλι και το έβαλε στα πόδια. Οι γιατροί της είχαν δώσει δυο τρεις μέρες κι εκείνη ήταν ακόμα ζωντανή. Ο Παύλος ήλπιζε και προσευχόταν, προσευχόταν και ήλπιζε. Έλεγε πως αγαπούσε πολύ τη μάνα του. Κόντευε τα εξήντα κι έμενε ακόμα στο πατρικό του. Αυτός κι μάνα του, η μάνα του κι αυτός.
Δεν αγαπούσε τη μάνα τουּ για τον εαυτό του έκλαιγε, για ‘κείνον φοβόταν που θα ’μενε μόνος και ποιός θα του μαγείρευε και ποιός θα του σιδέρωνε και με ποιόν θα μάλωνε για λόγους που τώρα πια έμοιαζαν ασήμαντοι.
Στην κηδεία ήταν λίγοι συγγενείς, φίλους δεν είχε ο Παύλος. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε από τα μάτια του, την είχε κλάψει τόσο πολύ όταν ήταν ζωντανή που του φαινόταν πια μάταιο. Αφού δεν κατάφερε να τη γιατρέψει με τα κλάματα, σίγουρα δεν θα μπορούσε και να την ζωντανέψει.
Την πρώτη μέρα τηγάνισε αυγάּ κάτι μεταξύ ομελέτας και μάτια. Τη δεύτερη μαγείρεψε πατάτεςּ κάτι μεταξύ μπλούμ και γιαχνί. Την Τρίτη μέρα κρεμάστηκε στο σαλόνι του πατρικού σπιτιού του.
Μέγα Χάρις