Τα πόδια μου μουδιασμένα, κολλημένα στο πλαστικό δάπεδο. Άσπρες ποδιές και φορεία πηγαινοέρχονται θολά μπρος μου. Δεν ακούω τίποτα, μόνο το χτύπο του ρολογιού στον ξεφλουδισμένο τοίχο. Αναμετριέται με το αίμα στις φλέβες μου.
Σηκώνω τα μάτια. Ο όγκος της πράσινης στολής καθώς πλησιάζει μεγαλώνει. Το ίδιο και το μούδιασμα στα πόδια μου. Το βλέμμα μου προσπερνάει το πράσινο, καταλήγει στα χείλη που ξεπροβάλλουν όταν βγάζει τη μάσκα. Είναι σφιγμένα.
-Κυρία Φωκά λυπάμαι πολύ!
Η φωνή μου μαγκώνει. Εγκλωβίζεται στο ρυθμικό χτύπο του ρολογιού απέναντι.
– Κάνουμε ότι μπορούμε! Το αγοράκι σας έχει πολλαπλές κακώσεις!
– Το αγοράκι μου έχει καστανές μπούκλες…
– Η σύγκρουση πρέπει να ήταν σφοδρή, υπέστη ρήξη σπλήνας. Τα συντριπτικά κατάγματα στα πλευρά προκάλεσαν αιμορραγία . Έχει χάσει πολύ αίμα.
– Του αρέσει πολύ να τον γαργαλάω στα πλευρά, να τον ρίχνω κάτω, να κυλιέμαι μαζί του…
– Να ειδοποιήσω κάποιον δικό σας, είστε μόνη εδώ, ο σύζυγός σας;
– Ναι, έχει τα μάτια του μπαμπά του, μελιά με καστανές ζεστές κηλίδες…
Ανοίγω το στόμα, προσπαθώ να απελευθερώσω μια κραυγή, ακούγεται ένας ψίθυρος.
– Θέλω να τον δω.
– Βεβαίως, όμως να ξέρετε, τον έχουμε σε καταστολή. Τα μηχανήματα τον κρατάνε πια στη ζωή.
Βάζω όση δύναμη έχω να στηριχτώ και να σηκωθώ. Όλα πάνω μου είναι μουδιασμένα, παγωμένα. Μόνο η καρδιά μου αντιστέκεται σ΄ όλη αυτή την αδράνεια και κονταροχτυπιέται σαν τρελή με το χρόνο.
Ανοίγω την πόρτα της εντατικής. Φωτάκια αναβοσβήνουν και χτυπούν. Εκατοντάδες καλώδια, ίδια «Λερναία Ύδρα». Η μυρωδιά του αντισηπτικού διάχυτη. Το πράσινο κυριαρχεί. Και κάπου εκεί ανάμεσα επτά χρόνια ξαπλωμένα και βυθισμένα σ΄ έναν άλλο κόσμο.
Τα μάτια μου θολώνουν. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν τα μικροσκοπικά χεράκια. Το βλέμμα μου βυθίζεται στο χλωμό προσωπάκι. Μια υποψία ζωής ακροβατεί στο στήθος του.
Μια υποψία ζωής η μικρή μαύρη κουκίδα που πάλλεται στο πρώτο υπερηχογράφημα. Από όλα τα κύτταρα του οργανισμού μου ξεχύνεται η χαρά, η εν γενέσει αγάπη, η αγωνία. Στο λαβύρινθο των αυτιών μου ανασαλεύει από το παρελθόν το πρώτο του κλάμα. Εκκωφαντικό, λυτρωτικό, δηλωτικό της ανάγκης ύπαρξης. Όλο μου το είναι αγκιστρώνεται στην πρώτη αυτή ανάσα.
Ε λοιπόν, όχι! Δεν τον κρατάνε τα μηχανήματα στη ζωή. Τον κρατάνε η ανθρώπινη θέληση, η Θεία θέληση, η μητρική αγάπη. Τον κρατάνε η μισοφαγωμένη σοκολάτα στο τραπέζι της κουζίνας μας, «οι περιπέτειες του Ρoβινσώνα Κρούσου» στο κομοδίνο του, η προπαίδεια που δεν έχει μάθει, το ποδήλατο στο μπαλκόνι.
Ε, όχι λοιπόν, θα τα καταφέρει! Ο συναγερμός στα μηχανήματα στριγκλίζει. Μπλε και κόκκινα φωτάκια αναβοσβήνουν σαν τρελά…
Ανοίγω τα μάτια έντρομη. Το ξυπνητήρι δίπλα μου αγκομαχά να με βγάλει από τη νάρκη του ύπνου. Ιδρωμένη και ξυπόλυτη τρέχω στο διπλανό δωμάτιο. Ο Φίλιππος κοιμάται. Σπρώχνω απαλά το χεράκι που κρέμεται κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα. Τα σημάδια από τους ορούς είναι ακόμη εμφανή. Θεέ μου σ΄ ευχαριστώ!

Παπαστεργίου Κατερίνα