Απόλυτο σκοτάδι. Έκλεινε τα μάτια και τα ξανάνοιγε. Τίποτε· μόνο μαύρο. Ψηλαφούσε πέτρες και ψιλή άμμο. Είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Ένιωθε πως δεν είχε λόγο για να ζήσει, όμως τέντωνε τα μάτια να δει. Καθόλου φως, χωρίς ελπίδα. Κρατούσε το βαρύ βράχο για να μένει κάτω από το νερό. Σε λίγο δεν θα είχε πια σημασία.
Μια κλωστή, χρυσή, πέρασε μπρος στα γουρλωμένα μάτια της. Την είδε να αγγίζει το βυθό. Μια ξαφνική λαχτάρα, την έσπρωξε να την ακολουθήσει προς τα πάνω, να γαντζωθεί. Η ηλιαχτίδα, την βρήκε και της έδωσε ελπίδα· για φως, για το αναπάντεχο. Πιάστηκε στη γραμμή της, άφησε το βράχο και ξεκίνησε. Φως και αέρας. Της έφταναν για να νιώθει καλά.
Πατσούρα Όλγα