Ο Πέτρος δρασκέλισε τη λακκούβα με τα βροχόνερα και μπήκε στην “ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ” όταν το ρολόι στον τοίχο, διαφήμιση της Pepsi, έδειχνε 8.55. Στα ρουθούνια του μυρωδιές από τσιγάρο, ιδρώτα και καμένο λάδι. Στάθηκε στο κατώφλι και σκέφτηκε για δύο ατέλειωτα δευτερόλεπτα ότι κάτω από κανονικές συνθήκες δεν θα περνούσε ούτε από το απέναντι πεζοδρόμιο, μπορεί ούτε και από τη γειτονιά. Προχώρησε, ωστόσο, σκαρφάλωσε στο σκαμνί και παρήγγειλε μια μερίδα τηγανιτές πατάτες και μια πορτοκαλάδα, χωρίς τη διάθεση να τα αγγίξει. Οι τρεις άντρες στο διπλανό τραπέζι σταμάτησαν τη συζήτηση και τον περιεργάστηκαν. Φορούσαν τζιν και βαμβακερές μπλούζες, κάπνιζαν στριφτά. Ο ένας είχε χρυσό δόντι. Ένα νεύμα, δυο μουρμουρητά και επέστρεψαν στην κουβέντα τους. Βουλευτές στην κρεμάλα, καμένες τράπεζες, γήπεδο, μετανάστες.
Ο Πέτρος κοίταξε έξω στον δρόμο. Η άσφαλτος που γυάλιζε, φιγούρες σκυφτές προχωρούσαν βιαστικά. Σχισμένες ομπρέλες και ίσκιοι χιμούσαν στο πλακόστρωτο,
μπερδεύονταν κουβάρι. Τα τζάμια στα αυτοκίνητα γεμάτα δαχτυλιές. Η πόρτα άνοιξε, μπήκε ένας νεαρός με σκούφο, μάλλον φοιτητής. Ζήτησε, πήρε ένα σάντουιτς, πλήρωσε και έφυγε μασουλώντας.
Το τηλέφωνο του Πέτρου κουδούνισε μέσα στην τσέπη του. Ήξερε ποιος ήταν. Πάτησε το πλήκτρο και το κόλλησε στο αυτί. Κάλυψε το στόμα με το χέρι του, μην τον ακούσουν. Ναι, δεν είχε φανεί σήμερα, όχι, καλά ήταν. Δεν ξαναπατούσε εκεί, ναι, το ήξερε, το είχε ξαναπεί. Δεν ήταν πάντα συνεπής; τι ανησυχούσαν. Πολλά, λίγα θα τα έβρισκε. Σε δέκα μέρες το πολύ. Και τη γυναίκα του μην τυχόν την ξανά απειλούσαν. Ούτε στη δουλειά να έπαιρναν. Τα είχαν πει αυτά… σε δέκα μέρες. Ο Πέτρος έβαλε το τηλέφωνο πίσω στην τσέπη του. Στην τηλεόραση κάποιος άλλαξε κανάλι, άρχιζε η μουσική εκπομπή του Σαββάτου. Το ρολόι της Pepsi έδειχνε 9.33.
Το “ΠΗΓΑΣΟΣ”, ένα Bavaria 38 μήκους 11,8 ποδιών, έλυνε την ίδια ώρα από το λιμάνι του Πόρτο Κουφό με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, τις δεξαμενές γεμάτες, τη γεννήτριά του φορτισμένη και αναμμένα τα φώτα πλεύσης. Η θάλασσα ήταν ήρεμη παρά τη βροχή και η πρόβλεψη έδινε 5 μποφόρ τις πρωινές ώρες⋅ καλή υπόσχεση για ιστιοπλοΐα. Το σκάφος είχε μείνει εκεί όλο τον χειμώνα, όπου του έγινε η συντήρηση και τώρα θα παραδινόταν στον Ναυτικό Όμιλο για την εκπαίδευση των νέων μελών.
Στις 23.50 με τον αυτόματο πιλότο και τα πανιά κατεβασμένα έπλεε ανοιχτά από τις ακτές της Σκιώνης. Στην καμπίνα πέντε άτομα έπαιζαν trivial. Ο Χριστόφορος τελείωσε τη σειρά του και κοίταξε το GPS. Έριξε μια ματιά στο ρολόι και αφουγκράστηκε. Η τέντα του πιλοτηρίου δεν ήταν καλά δεμένη και χτυπιόταν, έπρεπε να τη δέσουν να μη σχιστεί.
– Ορέστη, θα πας;
Ο Ορέστης πήρε ένα φακό, έριξε πάνω του τη νιτσεράδα και προχώρησε μέχρι τη μπουκαπόρτα με τα πόδια ανοιχτά για ισορροπία. Ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα και βγήκε στη νύχτα. Την ίδια στιγμή οι άλλοι παράτησαν ζάρια και κάρτες και σηκώθηκαν. Η Άννα έβγαλε την τούρτα από το ψυγείο, η Κατερίνα άναψε τα τέσσερα κεράκια, ο Παναγιώτης πήρε τη φωτογραφική μηχανή. Γύρισαν στις θέσεις τους και περίμεναν. Τα βλέμματά τους μαγνητίζονταν από τις φλόγες. Η τέντα δεν ακουγόταν πια. Η Κατερίνα έσκυψε προς την Άννα. Είχε, της είπε, πολύ καλή ιδέα, ο Ορέστης θα το χαιρόταν, τελευταία δεν τον έβλεπε και πολύ καλά. Η Άννα κούνησε το κεφάλι της και την πλησίασε στο αυτί. Η πρώην γυναίκα του είχε βρει μια πολύ καλή θέση στη συμφωνική του Βερολίνου. Θα μετακόμιζε εκεί μετά το καλοκαίρι, θα έπαιρνε μαζί της και το παιδί. Ναι, το είχε αποφασίσει. Ο Ορέστης πήγαινε να τρελαθεί, ήταν πολύ δεμένος με τον μικρό. Εκείνη δεν άκουγε κουβέντα. Του είχε πει, αν ήθελε να βλέπει το γιο του, να γύριζε στο σπίτι. Η οικογένειά του τον χρειαζόταν. Μόνη της, πάντως, δεν καθόταν άλλο στην Ελλάδα.
– Κατάλαβες; Επτά χρόνια μετά το διαζύγιο και ακόμα δεν το έχει πάρει απόφαση.
Ο Ορέστης κατέβηκε στην καμπίνα. Η νιτσεράδα βρεγμένη λαμποκοπούσε. Κοίταξε την τούρτα, τα χαμόγελα που τον περίμεναν. Χαμογέλασε κι αυτός στην κάμερα, έσβησε τα κεράκια, μοίρασε αγκαλιές. Μετά κάθισε δίπλα στην Άννα, τη φίλησε στα μαλλιά.
– Δική σου ιδέα, βέβαια.
Η κοπέλα χαμογέλασε. Ο Ορέστης δοκίμασε λίγη τούρτα.
– Ήταν η ωραιότερη έκπληξη που μπορούσες να μου κάνεις, είπε. Σήμερα νιώθω πολύ τυχερός, ποιός ξέρει τι άλλο μου επιφυλάσσει η μέρα. Το κινητό του βόμβισε πάνω στο τραπέζι. Είδε το νούμερο, κατάλαβε. Άρχισαν οι ευχές, είπε, όσο μπορούσε πιο πειστικά. Το σήκωσε. Πετάχτηκε όρθιος, κοπάνησε επίτηδες το κεφάλι του. Πριν πόση ώρα; Βρήκαν ποιος; Το νου σας στο παιδί…
Το τηλέφωνο στην “Πανδαισία” χτύπησε ακριβώς τη στιγμή που η εκπομπή έκανε διάλειμμα για διαφημίσεις. Πίσω από τον πάγκο, ο Κώστας και ο βοηθός του, που τον φώναζε “Αλβανό”, κι ας ήταν μελαχρινός σαν άραβας, έκλεισαν το μάτι και σκούντηξαν ο ένας τον άλλον. Μάλιστα, κυρία Ακριτίδου. Βεβαίως, το συνηθισμένο. Ασφαλώς και θυμόταν πώς το προτιμούσε. Σε σαράντα λεπτά περίπου. Καλό σας βράδυ. Ο Κώστας έβαλε το ακουστικό στη θέση του και λύθηκε στα γέλια.
– Άντε πάλι, δεν σε ξεχνά η κυρά σου!
Ο άντρας με το χρυσό δόντι, που στεκόταν πιο κοντά γύρισε να ρωτήσει.
– Τι πάθατε ρε παιδιά;
– Η κυρία Ακριτίδου, είπε ο Κώστας με καμάρι. Πελάτισσα μας από τη συνοικία των αριστοκρατών! Κάθε Σάββατο βράδυ, πηγαίνει το πιτσιρίκι της να κοιμηθεί με τα ξαδέρφια του, δυο δρόμους παραπάνω, και η ίδια παραγγέλνει το πικάντικο με τσούσκες και ρετσίνα και μερακλώνει ακούγοντας τραγούδια στην τηλεόραση. Το είχε δοκιμάσει χρόνια πριν, δεν ξέρω πώς έτυχε, και δεν μας αλλάζει με τίποτα. Σταθερή χειμώνα καλοκαίρι. Γι αυτήν φέραμε αυτά τα ειδικά πακέτα που κρατούν το φαγητό ζεστό, καθότι η μαντάμ μένει κάπως μακριά. Το σπίτι της είναι φρούριο, συναγερμοί, αυτόματες καγκελόπορτες, τέτοια. Μέσα μοιάζει με μουσείο, έχω πάει κι εγώ δυο τρεις φορές. Είναι και καλλιτέχνης, βέβαια, έχει ένα μεγάλο πιάνο στο σαλόνι. Άντρα δεν είδαμε ποτέ. Αφήνει πάντως καλό πουρμπουάρ. Ο “Αλβανός” κάθε Σάββατο μετράει τις ώρες που θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Γύρισε μετά σ´ εκείνον. Θα τακτοποιήσεις πρώτα τα τραπέζια και μετά θα πας, είπε και άρχισε να ετοιμάζει την παραγγελία.
Ο Πέτρος έσκυψε πάνω στον πάγκο. Νόστιμο του ακούστηκε αυτό το πικάντικο, σκεφτόταν να πάρει και ο ίδιος ένα για το σπίτι. Βιαζόταν όμως. Αν μπορούσε ο κύριος να τον εξυπηρετήσει πρώτο… Είχε ήδη αργήσει. Και μια ρετσίνα, ναι, πήγαινε μακριά.
– Ευχαριστώ. Καληνύχτα.
Ο Πέτρος χτύπησε το θυροτηλέφωνο, σήκωσε το πακέτο στην κάμερα και περίμενε να ακούσει τον βόμβο για να σπρώξει την καγκελόπορτα. Διέσχισε το δρομάκι και ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά μέχρι την είσοδο. Εκεί τον περίμενε, στηριγμένη στην κάσα της πόρτας. Ήταν αδύνατη και πολύ χλωμή. Φορούσε μια πράσινη ρόμπα που έγλυφε το πάτωμα.
– Γρήγορα ήλθατε, περάστε μέσα να μην βρέχεστε.
Ο Πέτρος μπήκε και της έδωσε το πακέτο. Έριξε μια ματιά στο σπίτι. Πίνακες, ξυλόγλυπτα, πορσελάνες, όλα τακτοποιημένα σαν έτοιμα για φωτογράφηση. Το πιάνο στην άλλη άκρη, απέναντι από το τζάκι, στο χρώμα του πάγου. Σκέφτηκε πως δεν φαινόταν καθόλου ότι ζούσε ένα παιδί εκεί μέσα. Ούτε και μεγάλος φαινόταν να ζει εδώ που τα λέμε. Από το μέσα δωμάτιο η τηλεόραση έπαιζε τραγούδια λαϊκά. Του ακούστηκαν αταίριαστα.
– Πρώτη φορά σας βλέπω, συνήθως έρχεται ένας νεαρός.
– Ναι, είμαι καινούριος.
Η γυναίκα τον πλήρωσε και τον ευχαρίστησε.
– Θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό; της είπε.
Τον παρατήρησε για πρώτη φορά. Φορούσε μάλλινο παντελόνι, πουκάμισο και δερμάτινο μπουφάν. Τα χέρια του έδειχναν απαλά, με νύχια περιποιημένα. Σταγόνες βροχής έσταζαν γύρω από τα πόδια του. Η γυναίκα πήγε στην κουζίνα και γύρισε με ένα ποτήρι γεμάτο μέχρι πάνω. Τον βρήκε να κάθεται σε μια πολυθρόνα. Ήταν ιδρωμένος.
– Εκείνος σε έστειλε; του έκανε.
Ο Πέτρος δεν απάντησε, ήθελε να πιει, αλλά το ποτήρι ήταν ακόμα στα χέρια της.
– Όλα αυτά τα χρόνια προσπαθεί να με γνωρίσει σε διάφορους φαιδρούς τύπους. Νομίζει ότι με αυτόν τον τρόπο θα απαλλαγεί από εμένα. Να πας να του πεις ότι όσο μεγαλώνω το παιδί μου, στο σπίτι άλλος άντρας δεν θα μπει. Όχι σαν κι εκείνον που κάθε τρεις μήνες γνωρίζει στον μικρό καινούρια γυναίκα. Έτσι να του πεις. Και σε παρακαλώ τώρα να φύγεις, δείχνεις σοβαρός άνθρωπος, αλλά η επίσκεψη αυτή είναι πολύ ανόητη.
Ο Πέτρος σηκώθηκε. Ένιωσε ναυτία. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν δέκα και μισή. Ο “Αλβανός” όπου να ναι θα ερχόταν, δεν είχε πολύ χρόνο. Η γυναίκα πήγε προς την εξώπορτα, την κράτησε ανοιχτή. Ο Πέτρος προχώρησε παραπατώντας. Έβγαλε από την τσέπη το συρματόσχοινο και το πέρασε στον λαιμό της. Το ποτήρι κύλησε στο χαλί. Πόδια κλότσησαν τον αέρα, δάχτυλα προσπάθησαν από κάπου να πιαστούν. Το κορμί της έπεσε βαρύ και έμεινε ακίνητο.
Δυο λεπτά αργότερα ο Πέτρος έκλεινε την καγκελόπορτα και έβγαινε στο δρόμο. Η βροχή είχε σταματήσει. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ακούμπησε δίπλα του το πακέτο με το φαγητό. Το τηλέφωνο κουδούνισε, καθώς έστριβε στη δημοσιά. Ναι, είχε μια δουλειά, μόλις ξεμπέρδεψε, τώρα θα ερχόταν. Να μην ανησυχούσε, της το είχε πει, δεν θα τους ξαναενοχλούσαν. Το είχε τακτοποιήσει, να του έχει εμπιστοσύνη. Όχι, δεν είχε βρει τα λεφτά, κάτι καλύτερο. Κάποιος του χρωστούσε τώρα μια μεγάλη χάρη. Σε λίγες μέρες αυτός που τους απειλούσε θα χανόταν για πάντα από τη ζωή τους.
Θεσσαλονίκη, μέρες του Γενάρη 2014
Ψαθόπουλος Δημήτρης