Η τύχη

ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Πώς βρέθηκες σ’ αυτή την ερημιά; Αυτό το μέρος της πολιτείας σου είναι άγνωστο. Περπατάς ώρες. Το στομάχι σου βρυχάται. Λιοντάρι εξαγριωμένο στο κλουβί του. Τα γόνατά σου τρέμουν. Συνήθεια κι αυτή, να παίρνεις τους δρόμους.
Μεσάνυχτα. Κι έχεις ιδρώσει. Ξεσπά καταιγίδα. Μόνο σ’ αυτό τον τόπο συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα. Τα ρούχα σου κολλάνε στο σώμα σου. Τα παπούτσια σου ναυάγια. Καταπίνεις την μπόρα. Γνώριμο αυτό.
Ο χωματόδρομος αυλακώνει. Ούτε δέντρο να σταθείς, ώσπου να κοπάσει. Λόφος είναι. Επιλέγεις να ανηφορίσεις. Βαριανασαίνεις. Κάπου να μπεις. Ν’ απαγκιάσεις. Φτάνεις στην κορυφή. Στο εκκλησάκι. Είχες δει τον σταυρό. Δεν ήθελες να έρθεις προς τα δω. Ο σημερινός χάρτης είχε άλλες οδηγίες. Η πόρτα κλειστή. Ποιος θα σου το έλεγε. Εσύ να ζητάς άσυλο σε ναό. Ανάγκα και θεοί πείθονται. «Θεοί;», καγχάζεις.
Η βροχή δυναμώνει ολοένα. Οι αστραπές σε κατευθύνουν στην πίσω πλαγιά του λόφου. Στο βάθος η λεωφόρος έρπεται. Η νύχτα την μακραίνει.
Σκουπίζεις το μέτωπό σου στο μανίκι. Μπροστά σου ένα σπίτι. Ένα σπίτι! Μόνο του, στην ερημιά. Όσο πλησιάζεις, τόσο αργοπορείς. Σκέφτεσαι τι θα πεις. Τι να πεις; Ό,τι λες κάθε φορά.
Σπρώχνεις τη σιδερένια αυλόπορτα. Βαδίζεις προς την είσοδο. Χάδι παρηγοριάς το μπρούτζινο χεράκι. Χτυπάς. Ξανά. Ακούς τον σύρτη. Κι ένα κλειδί να γυρνά. Τρεις φορές.
«Εσύ βράχηκες πολύ!», σε υποδέχεται μια γυναίκα, κάποιας ηλικίας. «Πέρασε μέσα. Σε περίμενα». Απορείς. Η ανάγκη νικά. Πάλι.
Κλειδώνει την πόρτα. Περνά το κλειδί στον καρπό της. Αλυσίδα. Ανεβαίνεις την σκάλα πίσω της. «Δεν είναι μόνον οι χειμώνες που ξεσπούν σε αυτό το σπίτι. Όλες οι εποχές έχουν θυμό», αποφαίνεται.
Βαριά επίπλωση στη σάλα. Κι ένα πιάνο. Στο βάθος μια βιβλιοθήκη. Δυο παράθυρα. Η εικόνα του Παντοκράτορα δεσπόζει στον απέναντι τοίχο.
Μυρωδιά μούχλας και εξάντληση. Ναρκώνεσαι.
«Ευτυχώς ο καφές είναι ακόμη ζεστός. Κάθισε».
Προσπαθείς να βολευτείς στην πολυθρόνα.
Τις καρέκλες δεν τις τραβάει πια. Οι ράχες τους κολλημένες στο τραπέζι. Το κάποτε λευκό τραπεζομάντηλο σέρνεται στη μια του μεριά. Ακάλυπτο από τη σαρωτική σκόνη μένει στην άλλη.
Ψάχνεις στο μισοσκόταδο, να διακρίνεις τη φιγούρα της. Σκυμμένη στο παράθυρο, αναζητά το φως. Λειψό κι όμως αμείλικτο. Το δείχνει με το δάχτυλο ελαφρώς κυρτωμένο. «Πράσινο, είναι», λέει. «Τρεμοσβήνει. Αυτό θα πει πως είναι μακριά ακόμη. Ένα τρένο που άργησε, θά ’ρθει. Εγώ είμαι έτοιμη. Είδες τη βαλίτσα στην είσοδο. Μπορούσε και να μη με είχες προλάβει».
Δυο κεριά σιγολιώνουν στον μπουφέ. Θαμπή αντανάκλαση στην κρυστάλλινη βιτρίνα.
Κάνεις να σηκωθείς. Στο σύρσιμο των ποδιών σου, εκείνη στρέφει το βλέμμα. «Μη φεύγεις», σου λέει.» Έλα να δεις κι εσύ. Τα φώτα της πολιτείας άναψαν πέρα. Εκεί δεν θέλεις να πας; Μα, δεν στέγνωσες ακόμη. Στάσου να σου ξεκουμπώσω το πουκάμισο μια στάλα. Να φέρω κάτι να σε σφουγγίσω». Δεν αντιστέκεσαι. Υπνωτισμένος. Τα λευκά, γερασμένα της δάχτυλα τολμούν ένα χάδι στο στήθος σου. Ξυπνάς από τον λήθαργο. Της κατεβάζεις το χέρι μεμιάς. «Εγώ εδώ ήρθα απλώς για να… και είμαι βιαστικός».
Το δάχτυλό της, αέρινο, άυλο σχεδόν, αγγίζει τα χείλη σου. «Σσσ… Μη μιλάς τώρα. Πλησιάζει το φως και θα βγούμε μαζί. Πιες το καφεδάκι σου. Να ανάψουμε το τζάκι να ζεσταθείς. Μούχλιασαν και τα σπίρτα».
Απομακρύνεσαι. Πάνω στη βιάση σου σκοντάφτεις στο τραπεζάκι. Πέφτει με γδούπο το πορσελάνινο αγαλματίδιο του φτερωτού θεού. Η μια λευκή προέκταση κομματιάζεται. Γυαλίζουν δάκρυα στα μάγουλά της. Μια συγνώμη στέκεται πίσω από τα δόντια σου. Την πνίγει το σάλιο σου. Ξεροκαταπίνεις.
Το πάτωμα τρίζει κάθε τόσο. Τινάζεις το κεφάλι. «Τι ακούγεται;» ρωτάς.» Δεν μένετε μόνη; Κι αυτά τα νερά που τρέχουν;»
Σε διαπερνά το βλέμμα της. Κι η φωνή της έχει τη βεβαιότητα του πορίσματος. «Έχει ώρα που σταμάτησε η βροχή. Είναι φορές που δεν τελειώνει. Γλιστράς, γλιστράς. Βυθίζεσαι. Γλίστρησες κι εσύ σε μένα. Είναι καιρός για δικαιοσύνη, δεν νομίζεις;»
Ρητορικά σου γυρνά την πλάτη. Ανοίγει το ένα παραθυρόφυλλο. Φυσάει βοριάς. Το φουστάνι της σαλεύει. Θρόισμα κύκνειο. Κοιτάς τους ώμους της. Ο ένας γέρνει. Καταδεκτικός προς το μέρος σου. Σαν κατάφαση ή διστακτική πρόσκληση. Ανείπωτο «έλα».
Εσύ, στενεμένος μέσα στα παπούτσια, στα ρούχα σου. Ρίγος σε διαπερνά. Κι η υγρασία. Που δεν έχεις ακόμη στεγνώσει. Το δυνατό σου στέρνο συρρικνώνεται. «Δεν κλείνετε το παράθυρο;»
«Μα, ναι». Αργά αγκαλιάζει το σώμα της. Στρέφεται στον καθρέφτη. Στρώνει τα μαλλιά της.
Την ακολουθείς με τα μάτια. Υπακούουν και τα βήματά σου. Κοντοστέκεσαι πίσω της.
«Μην κοιταχτείς μαζί μου! Θα χάσεις κι εσύ τη νιότη σου». Κρύβει το πρόσωπό της στις παλάμες της. Απλώνει το ένα χέρι ψηλαφητά στον χώρο γύρω. Με το άλλο αγγίζει το στήθος της. «Ράγισε ο καθρέφτης όπως και τόσα άλλα εδώ μέσα».
Κατευθύνεται προς το πιάνο. Βουβό στη γωνιά του. Βιβλία στηρίζουν το ένα πόδι. Ανασηκώνει το καπάκι. Τοποθετεί τα δάχτυλά της σε μια συγχορδία. Πριν καν πιέσει τα πλήκτρα, κλείνει το καπάκι με θόρυβο. «Στριγγλίζει το ξεδοντιάρικο!»
Τραβιέσαι προς το χωλ. Ο κορμός σου δείχνει τις προθέσεις σου. Εισπνέεις βαθιά. Η αποφορά του σπιτιού σου προκαλεί αηδία. Σέρνεσαι προς την έξοδο. Λίγο καθαρό αέρα. Φρέσκο.
Σημασία έχει ο δρόμος. Ακόμη κι εκείνος που σε έφερε ως εδώ. Κι εσύ να φύγεις πάλι θέλεις. Μπήκες σε ένα σπίτι περισσότερο πεινασμένο από σένα.
«Πού πας; Θα βγούμε τώρα; Καλύτερα τώρα. Έχεις δίκιο. Στάσου, να πάρω μια ομπρέλα. Και λίγο άρωμα πίσω από τα αυτιά να βάλω. Και τα κεριά. Ε; Άστα, θα αργοσβήσουν μόνα. Πάμε. Μη μας βρει ο χαλασμός. Όχι εδώ».
Στέκεται στο πλατύσκαλο. Βήχει. Σκουπίζει τα χείλη της με ένα μαντίλι. «Βλέπεις, κάποτε κεντούσα μονογράμματα. Το όνομά σου; Τι σημασία έχει τώρα. Σημασία έχει που θα με πάρεις μαζί σου. Σημασία έχει το φεγγάρι. Κι ήταν τόσο ωραίο απόψε».
Εσύ κρατιέσαι στα κάγκελα. Τα σφίγγεις. Οι φλέβες σου πάλλονται.
Κάνει ένα βήμα στο πρώτο σκαλοπάτι. Βάζεις το πόδι σου μπροστά από το δικό της. Σαν αδέξια χορογραφία. Κατρακυλά. Ορμάς κάτω. Αρπάζεις το κλειδί από το χέρι της. «Ευχαριστώ», ψελλίζει.
Με ξεκούμπωτο πουκάμισο ξεχύνεσαι στους δρόμους. Διασχίζεις και τη μεγάλη λεωφόρο. Επιστρέφεις στο προαύλιο του Άη Νικόλα. Η ανατολή λαμπυρίζει στα λασπόνερα. Στο μέγα φως υποκλίνονται οι δημόσιοι λαμπτήρες. Την άφησες να ‘ρθει μαζί σου ως την εξώπορτα.
«Μα τι φαντάστηκε»; Ξεφυσάς. «Κι όλο κουβέντες για φεγγάρια. Τόσον ήλιο πού τον βάζεις;»
Η πολιτεία εσένα περιμένει. Με τους ανθρώπους και τα σοκάκια της. Τρέξε να την προλάβεις.

Εύη Σκουληκάρη