ΣΑΝ ΠΑΝΤΟΤΕ
Σωπαίνεις
και βυθίζεσαι.
Στη σεισμογόνο προσμονή.
Σε δείχνουν με το δάχτυλο
οι λέξεις
χαχανίζουν.
Που είναι η πρόσκληση ανοιχτή.
Το τρίξιμο της σκάλας
ανιχνευτής βημάτων.
Ξεσπά βροχή
σαν γιορτινή αναλαμπή.
Δώρα άδωρα
κι η χρεία, χαράμι.
Δείπνο για δυο.
Ας έγινες ένας.
Ίσως κανένας.
«Δεν με περίμενες», θα πει.
Κι είναι ένας ψίθυρος βουβός
όσο κι ανώφελος.
Σέρνεσαι για ν’ αποκριθείς:
«Εσύ δεν ήρθες. Πάλι.»
Σβήνεις το φως,
τα χέρια τεντώνεις.
Απόφαση αμετάκλητη.
Άφοβα
θέτοντας
όρια.
Από πρωί σε νύχτα.

Εύη Σκουληκάρη