Μία σουρεαλιστική προσέγγιση

Πρώτο Μέρος – Στάση
– Λοιπόν; Ρώτησε ο Τάσος Καράμπελας, όσο εκείνη δεν μιλούσε. Κυρία Μπογρόβ δεν μπορώ να κρύψω την χαρά μου που επιτέλους θα ακούσω την γνώμη σας για τα έργα μου.
-Θα σας πω κύριε Καράμπελα. Θα σας πω.
-Τα έργα σας είναι σαφώς… μεγάλα. Ψέλλισε. Σας άρεσε πάντα να δουλεύετε σε μεγάλη φόρμα;
-Νιώθω μια ελευθερία όταν δουλεύω με τα μεγάλα πινέλα.
-Α, μάλιστα. Με αυτό τον τρόπο όμως χάνετε τις λεπτομέρειες, απάντησε συλλογισμένη.
-Βρίσκετε; Είπε φανερά στενοχωρημένος. Στα «Σύννεφα του Σκότους» μπορεί οι πινελιές να είναι πιο ελεύθερες γιατί προσπαθούσα να βγάλω το αβίαστο συναίσθημα εκείνης της στιγμής, αλλά στην «Παγωμένη σπηλιά», η κάθε ρωγμή, η κάθε αντανάκλαση, έχει αποδοθεί με απόλυτο ρεαλισμό για να συγκινήσει τον θεατή, να τον εγκλωβίσει εκεί μέσα.
-Και το βρίσκετε σωστό αυτό, να αλλάζετε στυλ από τον ένα πίνακα στον άλλο; Ανταπάντησε με στόμφο.
-Το φοβήθηκα πως θα μου το λέγατε αυτό, είπε συντετριμμένος. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κατασταλάξει σ’ ένα ύφος, γιατί ανάλογα με την στιγμή που δουλεύω και τα συναισθήματα που θέλω να εκφράσω, διαμορφώνεται και η δουλειά μου. Θα το παρατηρήσατε αυτό και στα χρώματα, σωστά;
-Μα φυσικά! Είναι δυνατόν να αλλάζετε τόσο ριζικά την παλέτα σας;
-Διαφοροποιώ τα χρώματα μου, αλλά δεν είναι και ριζικές οι αλλαγές. Το μόνο θερμό χρώμα χρησιμοποιήθηκε στο «Μάτι του Κυκλώνα», όπου παρουσίασα την ίριδα κίτρινη και λαμπερή σαν τον ήλιο. Όλα τ’ άλλα χρώματα σ’ όλα μου τα έργα είναι ψυχρά. Θα το προσέξατε αυτό, δεν είναι; Απλώς κινούμαι σ ’ένα μεγάλο εύρος από πράσινα σε μπλε, σε βιολετιά.
-Ναι, ναι… Παρ’ όλ’ αυτά οι διαφορές είναι μεγάλες.
-Κυρία Μπογρόβ περιμένω τόση ώρα να μου πείτε ουσιαστικά την γνώμη σας για τα έργα μου και δεν μου λέτε κάτι ξεκάθαρα. Σας τα έστειλα εδώ και τόσο καιρό. Επιτέλους, τα είδατε και με φωνάξατε να τα συζητήσουμε. Θα μπορούσα να εκθέσω κάποια στιγμή στην γκαλερί σας; Αυτό είναι το ζητούμενο.
-Πολύ βιάζεστε, κύριε Καράμπελα. Δυνάμωσε την φωνή της. Φαινόταν ενοχλημένη. Θα σας πω τη γνώμη μου. Λοιπόν, κατανοώ πως έχετε μία σουρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων. Φαίνεται στα χρώματα που χρησιμοποιείτε και στην θεματολογία σας. Βρίσκω όμως αρνητικό που τα έργα σας δεν είναι προσωπομορφικά. Η απουσία φιγούρας αποστασιοποιεί τον θεατή. Δεν μπορεί να ταυτιστεί. Σύννεφα, σπηλιές, ρωγμές… Στην εποχή μας οι άνθρωποι έγιναν πιο ρεαλιστές. Αυτά δεν τους αγγίζουν.
-Μα, τουλάχιστον οι μισοί από τους πίνακες που σας έστειλα έχουν σαν κυρίαρχο θέμα την ανθρώπινη φιγούρα. Δεν μπορώ να πιστέψω πως εσείς, μία διανοούμενη, ένας άνθρωπος των τεχνών, υπεύθυνη και ιδιοκτήτρια της γκαλερί «Έντεκα», δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τις φιγούρες που δημιουργούνται από τα μορφώματα των βράχων και των υπόλοιπων σχημάτων! Η μοναχικότητα τους, η στιβαρότητα και δωρικότητα τους είναι αυτή που γεμίζει με μελαγχολία τον θεατή.
-Και γιατί κύριε Καράμπελα ο θεατής να πρέπει να μελαγχολήσει; Γιατί να μην του δημιουργήσετε μία ανάταση, μία ελπίδα; Τελικά πολύ χαίρομαι που δεν ασχολήθηκα με τα καταθλιπτικά σας έργα.
-Τι εννοείται κυρία Μπογρόβ;
-Αυτό που άκουσες , αγοράκι μου. Αρκετό χρόνο έφαγα για λόγου σου. Ούτε είδα τα έργα σου και ούτε θέλω να τα δω. Δεν θα σου βγει σε καλό αυτή η έπαρση. Είναι πολλοί οι καλοί ζωγράφοι που με κυνηγούν. Τα βλέπεις όλα αυτά; Είναι στοιβαγμένα τελάρα. Και καλά θα κάνεις να μαζέψεις αύριο τα δικά σου από την αποθήκη μου. Μου πιάνουν χώρο. Πολύ χώρο. Θα τα βρεις ακριβώς όπως τα έστειλες. Τυλιγμένα με το καφέ χαρτί περιτυλίγματος.
-Δηλαδή… δηλαδή δεν τα είδατε καθόλου;
-Ποτέ!

Δεύτερο Μέρος – Παύση
Πόσο πολύ την πίεζε αυτός ο νεαρός. Ναι! Το παραδεχόταν πως πέρασαν αρκετοί μήνες από τότε που της έστειλε τους πίνακες του, αλλά δεν είχε καθόλου ελεύθερο χρόνο να τα δει. Ακόμη και σήμερα που του απάντησε θετικά για την συνάντηση, πίστευε πως θα τα κατάφερνε να τα κοιτάξει έστω και λίγο. Μα πως της ήρθε να του πει να περάσει; Με τόσο φόρτο εργασίας δεν βρήκε ούτε μια στιγμή να ανοίξει εκείνα τα τεράστια τελάρα που βρίσκονταν στη αποθήκη της. Το μόνο που της ερχόταν στο μυαλό ήταν ο όγκος τους και το καφέ χαρτί περιτυλίγματος τους. Να παρουσίαζαν άραγε φιγούρες ή τοπία; Να ήταν ρεαλιστικά ή αφηρημένα. Να είχαν έντονα χρώματα ή να τα δούλευε με μονοχρωμία και τονικές αποχρώσεις; Όλα αυτά τα έργα, πόσα να ήταν άραγε, δέκα – δώδεκα, να είχαν το ίδιο θέμα; Να ήταν θεματικά συγκροτημένα ή μεμονωμένα έργα από τα Πανεπιστημιακά του χρόνια; Το μυαλό της δούλευε ασταμάτητα. Προσπαθούσε να κάνει εικασίες, να κερδίσει χρόνο. Όμως όσο περνούσε η ώρα με την συζήτηση του παραλόγου, έβλεπε πως ο νεαρός ζωγράφος την διευκόλυνε πολύ. Ήταν παραστατικός και πολύ ομιλητικός. Ένιωσε πως δεν ήταν απαγορευτικό που δεν είχε καταφέρει να δει τα έργα του. Της τα περιέγραφε ο ίδιος αναλυτικότατα. Τον έβρισκε όμως εριστικό και ανυπόμονο. Του έλεγε την άποψη και την κριτική της και αυτός ο ανίδεος και αυθάδης νεαρός της αντιμιλούσε! Δεν είχε καμία διάθεση να διεισδύσει στον κόσμο της ψυχής του. Ουδείς αναντικατάστατος! Είχε πολλούς, πάρα πολλούς ζωγράφους που την κυνηγούσαν. Δεν χρειαζόταν να σπαταλήσει περισσότερη ώρα για αυτόν τον θλιβερό νεαρό.
Τρίτο μέρος – Περίληψη
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην Γκαλερί «Έντεκα», την πιο ευυπόληπτη της Αθήνας. Ο Τάσος Καράμπελας, νεαρός ζωγράφος, πήγε στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής ενός ανερχόμενου ομότεχνου του από το Παρίσι. Η Όλγα Μπογρόβ, υπεύθυνη της γκαλερί, ήταν εκεί, κυρίαρχη του χώρου. Την αποκαλούσαν «Τσαρίνα της Τέχνης» λόγω της ρώσικης καταγωγής της και όχι μόνο. Ήταν λιγομίλητη και σκληρή. Δύσκολα της έπιανες κουβέντα, αν δεν το ήθελε εκείνη. Ήταν πολύ ψηλή και αδύνατη. Όλο το παρουσιαστικό της έμοιαζε μ’ άγριο πουλί – ατίθασα μαλλιά, γαρμπή μύτη, διεισδυτικά μάτια. Εκείνος, μικροκαμωμένος, σχεδόν καχεκτικός. Τελείωσε την Καλών Τεχνών τον προηγούμενο χρόνο και όπως έλεγε συχνά, βιαζόταν να κατακτήσει τον κόσμο. Παρά τις προσπάθειες του να την προσεγγίσει όλο το βράδυ, εκείνη τον απέφευγε. Της ζητούσε επίμονα ένα ραντεβού για να δει τα έργα του. Εκείνη τελικά του πρότεινε να της στείλει αρχείο με την δουλειά του. Του ανέφερε πως θα έκανε έρευνα αγοράς. Θα τα αξιολογούσε και αναλόγως θα έκρινε αν θα γινόταν συνάντηση. Είχε αρκετά στοιβαγμένα τελάρα που δεν είχε σκοπό να κοιτάξει. Του εξήγησε πως τα έργα του θα έπρεπε να παρουσιάζουν ενδιαφέρον, να έχουν καινοτόμες ιδέες που να αρέσουν στο αγοραστικό κοινό. Δεν ήθελε ένα ακόμη ζωγράφο όμοιο με άλλους. Έπρεπε να είναι ιδιαίτερος και μοναδικός. Να μπορεί κανείς να αναγνωρίζει τα έργα του από το έκδηλο πάθος της ψυχή του.
Ο Τάσος Καράμπελας αγνοώντας ό,τι του είπε, της έστειλε την επόμενη κιόλας μέρα φορτηγό με δέκα έργα του. Δέκα τεράστια τελάρα επιμελώς πακεταρισμένα με χοντρό καφέ χαρτί. Τα τελάρα τοποθετήθηκαν κατευθείαν στην αποθήκη, δίπλα σε πολλά άλλα.
Πέρασαν δύο μήνες αναμονής. Ο νεαρός ζωγράφος μην αντέχοντας άλλο, στήθηκε έξω από την γκαλερί και την περίμενε. Εκείνη ούτε που τον αναγνώρισε. Του ξανά εξήγησε πως δεν είχε τον χρόνο να βλέπει τα ίδια τα έργα αλλά το αρχείο – που όπως φαίνεται δεν της είχε στείλει ποτέ! Καταρρακωμένος της εξήγησε πως τώρα πια δεν μπορούσε να φωτογραφίσει τα έργα του γιατί βρίσκονταν στην αποθήκη της. Ίσως για να τον ξεφορτωθεί, ίσως πάλι γιατί πραγματικά τον λυπήθηκε, του υποσχέθηκε πως κάποια στιγμή θα τα έβλεπε και θα του απαντούσε.
Μετά από πολλά τηλεφωνήματα και αναβολές, έχοντας περάσει άλλοι έξι μήνες από την τελευταία συνάντηση, o Τάσος Καράμπελας βρισκόταν τώρα τετ ατ ετ, απέναντι από την Όλγα Μπογρόβ. Την κοιτάζει στα μάτια και περιμένει. Εκείνη στραβοκαταπίνει. Δείχνει σκεφτική. «Λοιπόν;» ακούει τον εαυτό του να την ρωτάει.

Σοφία Στέλλα Σώσειλου