Χθες το βράδυ καθόσουν δίπλα μου όσο κοιμόμουν. Σε είδα να μου μιλάς και να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τα λόγια σου ήταν τρυφερά, μόνο που ξύπνησα και πριν προλάβεις να μου χαμογελάσεις, σου κάρφωσα ένα μαχαίρι στα πλευρά. Με κοίταξες με τα γαλάζια μάτια σου και εγώ σου είπα, ευχαριστώ, αλλά με κούρασες. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και έτρεξα να δω που είσαι. Με ανακούφιση διαπίστωσα ότι σε είχε πάρει ο ύπνος στο σαλόνι με την τηλεόραση αναμμένη – συνήθειο του πρώην άντρα σου. Αφού έκλεισα την τηλεόραση σε σκέπασα με μια κουβέρτα. Έκατσα λίγο πιο πέρα στον καναπέ και σε κοιτούσα.
Μεγάλωσες. Θυμάμαι τις μέρες που ήσουν σπίτι και μαγείρευες γλυκά και μεσημεριανό – ποτέ δεν ήσουν άριστη στο νοικοκυριό, αλλά για την μαγειρική σου κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα. Τώρα δεν προλαβαίνεις. Τώρα δουλεύεις μέχρι αργά και όταν γυρίζεις, ίσα που καταφέρνεις να στρώσεις το κρεβάτι σου. Αν γνώριζες τώρα τον πατέρα μου, ίσως να ζούσατε μαζί για πολλά χρόνια ακόμα. Αν ζούσες μόνη σου πρωτύτερα, ίσως να γνώριζες τον εαυτό σου, ίσως να μην χρειαζόσουν τις συνήθειες των άλλων για να γεμίσει η ζωή σου.
Ήσουν πολύ κουρασμένη – ευτυχώς – και δεν με άκουσες. Συνέχισες να κοιμάσαι, ήρεμη, μόνο τα δάχτυλα στο δεξί σου χέρι τινάζονταν κάθε λίγο – ακριβώς όπως τινάζονταν τα μεσημέρια που με άφηνες να κοιμάμαι μαζί σου. Θυμάμαι τόσο καθαρά την αίσθηση στο χέρι μου μέσα στο δικό σου. Ακόμα κι αυτό, όμως, έπρεπε να παλέψω για να το αισθανθώ. Ήθελες τόσο πολύ να γίνω ανεξάρτητη, που και μια αγκαλιά με δυσκολία την έδινες – όσο για τον έπαινο, που με τόση λαχτάρα περίμενα να ακούσω μετά το σχολείο, ούτε λόγος.
Μετά από λίγο σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο μου. Ένας φάκελος βρισκόταν ακουμπισμένος και μισάνοιχτος – μέσα είχε ένα γράμμα.
«Μυρτώ,
Στο τελευταίο γράμμα που μου έστειλες διέκρινα μια βαθιά θλίψη. Τι συμβαίνει; Θέλω πολύ να σου τηλεφωνήσω, γράψε μου σε παρακαλώ έναν αριθμό να σε καλέσω. Αν δεν σου είχα υποσχεθεί ότι δεν θα το κάνω, σήμερα κι όλας θα ήμουν εκεί. Δώσε μου έστω την δυνατότητα να σε ακούσω.
Σκέφτομαι πολλές φορές τη μέρα που γνωριστήκαμε στο τραίνο. Θυμάσαι; Καθόμουν πίσω σου και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν τα φουντωτά κόκκινα μαλλιά σου. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό σου, όσο και αν προσπαθούσα ανάμεσα από τα καθίσματα, μάταια. Δέκα ώρες ταξίδι και δεν μπόρεσα να κλέψω ούτε μιαν άκρη απ’ το βλέμμα σου. Είχα δημιουργήσει τόσες εικόνες στο μυαλό μου, καμιά όμως δεν συγκρινόταν με την πραγματική.
Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε. Όταν σταθμεύσαμε στον προορισμό μας, μου έδωσες ένα χαρτί με την διεύθυνση σου και μου είπες να σου γράψω – ήσουν τόσο σύντομη και βιαστική, το μόνο που θυμάμαι ήταν να μου λες το όνομα σου και ότι ταξιδεύεις μόνη. Το πρώτο που έκανα ήταν να σου στείλω μια φωτογραφία, εκείνη που σε είχα τραβήξει την ώρα που έφευγες από το σταθμό. Μόλις είχα πάρει την καινούργια μου μηχανή και παινευόμουν για τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τραβούσα. Βέβαια, ποτέ δεν μου είπες αν σου άρεσε, αρκεί όμως που μου απάντησες.
Διαβάζω τακτικά τη στήλη σου στο περιοδικό. Ξέρω ότι τη θεωρείς ανούσια, αλλά ο τρόπος που γράφεις είναι ξεχωριστός.
Αναμένω σύντομα απάντηση σου,
Δημοσθένης
Υ.γ. Να στείλεις τα ποιήματα σου στον εκδοτικό οίκο που μου έλεγες. Να τολμάς Μυρτώ, να εμπιστεύεσαι».
Είχαν περάσει αρκετές μέρες που το είχα παραλάβει και το είχα διαβάσει ήδη δεκάδες φορές. Ακόμα σκεφτόμουν εκείνο το όνειρο, ίσως αν του έγραφα να έφευγε από το μυαλό μου. Πήρα ένα λευκό χαρτί.
«Δημοσθένη,
Μην με παρεξηγείς που θέλω η φιλία μας να παραμείνει στις λέξεις που ανταλλάσσουμε ταχυδρομικά. Είναι ο μόνος τρόπος για να διαφυλάξουμε αυτή τη σχέση από τη φθορά της επαφής και την ανία της πραγματικότητας. Τα γράμματα σου είναι για μένα ένα ταξίδι μέσα στην καθημερινότητα.
Λυπάμαι αν σε στεναχώρησα, δεν το ήθελα. Τον τελευταίο μήνα έχω έρθει στο σπίτι της μητέρας μου, γιατί δεν ένιωθε καλά – μένω μόνη μου 15 χρόνια περίπου, σχεδόν από τότε που τελείωσα το σχολείο και η επιστροφή στο σπίτι είναι δύσκολη. Η μητέρα μου είναι καλός άνθρωπος, δεν ενοχλεί κανέναν – μόνο που αυτή η διακριτικότητα την έφερε στο σημείο να μην έχει κανέναν. Δυστυχώς δεν νιώθω ικανή συντροφιά, μάλλον θα προτιμούσε έναν καλό σύζυγο, που θα της στεκόταν μέχρι τα βαθιά γεράματα, αλλά τώρα πρέπει να ανεχτεί εμένα.
Σου μιλάω για πράγματα που δεν σε αφορούν και πιθανόν να σου προκαλούν απέχθεια, συγχώρεσέ με.
Μίλα μου για σένα. Πως πάει η προετοιμασία για την έκθεση; Ελπίζω η δουλειά στην εταιρεία να μην αποσπά πολύ από το χρόνο σου. Ο χρόνος σου είναι η ζωή σου, μην το ξεχνάς. Ξέρω ότι με τη λογιστική βγάζεις το ενοίκιο, όμως Δημοσθένη, να προσέχεις, τα χρόνια περνούν όπως τα τραίνα και ίσως το επόμενο να μην σε πάει εκεί που θέλεις.
Να χαμογελάς,
Μυρτώ
Υ.γ. Τη φωτογραφία που μου έστειλες στο πρώτο γράμμα, την έχω μέσα στο τετράδιο μου, όπου πηγαίνω – μου θυμίζει πόσο όμορφο μοιάζει το ταξίδι μου στα μάτια σου».
Έβαλα το γράμμα μέσα σε ένα φάκελο, ήμουν ήδη καλύτερα. Έβαλα το παλτό μου και πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ήθελα να του στείλω και ένα ποίημα που είχα γράψει πριν λίγο καιρό. Δεν το είχα μαζί μου. Σε δέκα λεπτά ήμουν σπίτι μου. Βγήκα από το αυτοκίνητο και προχώρησα προς την παλιά μονοκατοικία που μένω. Η αυλόπορτα ήταν ανοιχτή, κοίταξα μέσα και πριν προλάβω να κάνω το πρώτο βήμα, τα κλειδιά έπεσαν από τα χέρια μου.
Συγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω. Δεν μπορούσα να περιμένω την απάντηση σου. Ανησύχησα. Πήρα το τραίνο σήμερα το πρωί, πριν λίγο έφτασα. Θα φύγω αμέσως αν μου το πεις, πες μου μόνο ότι είσαι καλά.
Μου κόπηκε η ανάσα. Τα χείλη μου είχαν κολλήσει, τα μάτια μου ήταν υγρά και τα χέρια μου γροθιές. Ήρθε. Το μόνο που σκεφτόμουν όταν τον είδα, ήταν ότι είχα βγει έξω με τις πιτζάμες και ένα παλτό της κακιάς ώρας – τουλάχιστον φορούσα παπούτσια. Μου φάνηκε ακόμα πιο νέος απ’ ότι ήταν, δεν είχε κλείσει ακόμα τα τριάντα.
Πες μου κάτι. Μίλα μου σε παρακαλώ. Πες μου ότι δεν είσαι θυμωμένη μαζί μου.
Πήρα στα χέρια την τσάντα που κρεμόταν στην πλάτη μου, την άνοιξα και έβγαλα έξω το τετράδιο μου. Πήρα την ασπρόμαυρη φωτογραφία που είχα μέσα και την έσκισα. Δεν έπρεπε να έρθεις. Τον προσπέρασα, σκουντώντας τον με τον αριστερό μου ώμο και μπήκα σπίτι. Κάθισα στο πάτωμα ακουμπώντας την πλάτη στην πόρτα. Δεν κράτησε την υπόσχεση του. Νομίζω με πήρε ο ύπνος στην ίδια θέση, ήμουν πολύ κουρασμένη. Περνάω ώρες φροντίζοντας τη μητέρα μου και δεν προλαβαίνω να κοιμηθώ καλά. Δεν είναι τίποτα σοβαρό. Ο γιατρός είπε ότι έχει κάποιες νευρολογικές διαταραχές εκ γενετής, που εμφανίστηκαν τώρα λόγω πίεσης και έλλειψης συντροφιάς – έλλειψης συντροφιάς. Όταν το άκουσα πρώτη φορά νομίζω γέλασα, όμως κρυφά για να μην τη στενοχωρήσω. Η μητέρα μου το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη συντροφικότητα, όπως συνήθιζε να λέει από παλιά. Λίγη συντροφικότητα. Όχι, ποτέ δεν προσδιόριζε από ποιόν. Τα πρόσωπα ήταν λεπτομέρειες για εκείνη. Όχι, δεν με επηρέασε.
Έπειτα, δεν θυμάμαι. Έπειτα, βρέθηκα εδώ. Δεν σας γνωρίζω. Η μητέρα μου σας έστειλε; Δεν γύρισα σπίτι της το βράδυ και θα ανησύχησε – ούτε μια μέρα δεν μπορεί να μείνει μόνη της. Όμως, που βρισκόμαστε ακόμα δεν μου είπατε. Σας έχω πει την ίδια ιστορία δεκάδες φορές απ’ το πρωί. Εσείς επιμένετε ότι δεν ξέρετε για ποιόν Δημοσθένη σας μιλάω και με ρωτάτε συνέχεια για εκείνο το μαχαίρι. Τόσα γράμματα υπάρχουν σπίτι μου δεν μπορεί να χάθηκαν, εκείνος μάλλον θα έφυγε για να προλάβει το πρωινό δρομολόγιο, γι’ αυτό δεν τον είδατε. Όχι, εγώ δεν πηγαίνω στο γιατρό, είμαι καλά. Μα, για ποιο μαχαίρι μου μιλάτε; Εκείνο ήταν απλά ένα όνειρο…

Πιτσόλου Ευανθία