Την είδε μια φορά· έτσι νόμιζε. Όπως έσκυψε να δέσει το κορδόνι του, το πόδι της φαινόταν κάτω από την καρέκλα στη στάση. Βιάστηκε να σηκωθεί, ήταν σίγουρος. Αυτό το πόδι ανήκε σε ερωτική γυναίκα. Είχε κάνει μελέτη πάνω σε αυτό. Πρώτα τις ξεμονάχιαζε στο σπίτι του ή στο αυτοκίνητο και τους ζητούσε να βγάλουν το παπούτσι. Κι ύστερα αποφάσιζε.
Καθόταν με τα ακουστικά στα αυτιά, στριμωγμένη ανάμεσα σε μια καλόγρια και έναν μαύρο. Φαινόταν να μην την ενοχλεί. Από το ντύσιμό της, σορτς και φανελάκι, συμπέρανε πως ήταν φοιτήτρια. Και από την τσάντα που ήταν γεμάτη με βιβλία.
Κάθισε μπροστά της. Θα την ακολουθούσε. Όταν ήρθε το λεωφορείο, πρόλαβε τη θέση δίπλα της. Μύριζε βανίλια. Μερικές φορές, έμπλεκε νευρικά τα δάχτυλα στα μαλλιά της. Δάγκωνε τα χείλια της. Αυτός, ένιωθε έλξη. Και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τα πόδια της. Τα σανδάλια τυλίγονταν γύρω από το λευκό δέρμα. Τα δάχτυλα ήταν περιποιημένα. Φαντάζονταν την στιγμή που θα την ανάγκαζε να τον πατήσει στο πρόσωπο· θα τα έγλυφε. Τα ορέγονταν, τα οσμιζόταν, τα αποτύπωνε. Ήταν τέλεια. Την φανταζόταν με τις κόκκινες γόβες. Είχε ζευγάρια σε όλα τα νούμερα. Πρώτα θα της έλεγε να τις φορέσει και μετά θα την διέταζε να περπατά. Πέρα δώθε, μπροστά στον καθρέφτη. Αυτός θα θαύμαζε τα δάχτυλα και την κομψή κίνησή τους.
Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε. Είχε αρχίσει να ενοχλείται από το βλέμμα του. Αντάλλαξαν μια ματιά, κούνησε νευρικά τα δάχτυλα της και τότε αυτός θυμήθηκε. Αυτά τα πόδια τα είχε ξαναδεί. Ένα βράδυ, στο διπλανό τραπέζι. Εκείνη καθόταν στα πόδια ενός χοντρού. Φορούσε χρυσά πέδιλα. Και είχε γυαλιστερή σκόνη σε όλο το πόδι. Δάχτυλα φωσφoριζέ. Σε ένα καταγώγι, από αυτά που πηγαίνουν οι άντρες. Σε ένα μπαρ, μέσα σε καπνούς και σε πολύχρωμα φτερά.
Πατσούρα Όλγα