Την είδε μια φορά κι αυτό ήταν όλο. Έγραψε πάνω στη στύση του με ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Κουρέλιασε τη γραβάτα του, το καθωσπρέπει σακάκι του. Τσαλάκωσε το καλοσιδερωμένο παντελόνι, το ριγέ πουκάμισο. Ψαλίδισε το μοντέρνο κούρεμα, τα περιποιημένα γένια. Ξεκοίλιασε τα σαράντα δυο του χρόνια με τα ψηλοτάκουνα. Κουνήθηκε στην καρέκλα νευρικά. Πέρασε το χέρι του με δύναμη εκεί που σταυρώνουν τα πόδια και άλλαξε στάση, μη τύχει και τον προδώσει η ταραχή του. Ξεροκατάπιε. Έβηξε για να ελευθερωθεί η ανάσα και ρούφηξε μια γουλιά απ’ το ποτό του. Συνήθως δεν έπινε πολύ. Δυο-τρία ουίσκι στην υπέρβαση. Για να έχει τον έλεγχο. Του άρεσε να ελέγχει τις καταστάσεις. Να τις εξουσιάζει. Το ίδιο και τη γυναίκα του. Την είχε αφήσει σπίτι να κοιμάται. Την αγαπούσε την Ξανθή. Τον ηρεμούσε. Με εκείνη την ησυχία της, σχεδόν νεκροταφείου. Έτσι τις ήθελε τις γυναίκες. Μετρημένες κατά πως πρέπει. Όχι σαν εκείνη. Αυτή αντιπροσώπευε ό, τι σιχαινόταν στο άλλο φύλο. Ψηλή, αδύνατη, με ολοστρόγγυλα στήθη και γλουτούς. Πίσω απ’ τις καμπύλες, όμως, είχε κάτι αδιόριστα σκληρό. Κάτι τετράγωνο. Κάτι σταθερό. Αυτό τον τρέλαινε. Δε μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Από το πλαστικό της χαμόγελο. Από τα καλογυαλισμένα με κόκκινο βερνίκι άκρα της, που αιωρούνταν στον αέρα προκαλώντας ξεδιάντροπα όλα τα αρσενικά. Κι εκεί την ερωτεύτηκε, σ΄ ένα κωλοχανείο της παραλιακής, αξημέρωτα Σαββάτου, στα γενέθλια του Σταύρου, συνάδελφου στη μεταφορική. Σήκωσε το ποτήρι και της έκανε νόημα˙ άλλο ένα. Απόψε θα έπινε μέχρι θανάτου. Για να βρίσκεται περισσότερο κοντά της. Του γέλασε πονηρά και χάθηκε πίσω απ’ το μπαρ. Όταν ακούμπησε το ποτό στο τραπέζι τους μύριζε θάλασσα. Καθώς έσκυβε πάνω του το άρωμά της τον ταξίδεψε. Έκλεισε τα μάτια. Ανοιχτή πληγή στο δέρμα του τα κατάμαυρα μαλλιά της, ίσια στους ώμους. Βρέθηκε ορειβάτης σε κορυφές απάτητες που γίνονταν πρόσωπο, πηγούνι, λαιμός, βυζιά, κοιλιά, λαγόνια. Αφέθηκε και κύλησε προς τα κάτω, ανάμεσα σε μηρούς ανεξερεύνητους, ίσαμε τους αστραγάλους. Η φωνή του Σταύρου τον επανάφερε στην πραγματικότητα.
«Ξύπνα, ρε Γιάννη, να σου συστήσω το φίλο μου απ’ το ναυτικό». Αλλά εκείνη δεν είχε όρεξη για συστάσεις. Όταν άνοιξε τα βλέφαρα είχε χαθεί μες σε καπνούς και πολύχρωμα φτερά. Κοίταξε το ρολόι του. Τέτοια ώρα η Ξανθούλα θα ξεκινούσε τη βάρδιά της στο νοσοκομείο.
Κυρίτση Ευαγγελία