Δεν θα μπορούσα να μη γράψω γι’ αυτήν. Ακόμη και τώρα, στη ζεστή θαλπωρή του λευκού μου δωματίου νιώθω την παρουσία της. Τα χέρια μου ιδρώνουν στη σκέψη ότι από στιγμή σε στιγμή θα σταθεί μπροστά μου και μ’ εκείνον τον αυθάδη τρόπο που χαρακτηρίζει κάθε της κίνηση, θα μου φωνάξει: « Έχασες!» Με καταδιώκει ως τώρα. Κανείς και τίποτα δε φαίνεται ικανό να την εμποδίσει. Κανένας τοίχος, καμιά κλειστή πόρτα, καμιά μητρική διαβεβαίωση ότι όλα θα πάνε καλά. Βάζω στοίχημα πως αν κοιτάξω πίσω από την κουρτίνα, θα με περιμένει πάλι στην αυλόπορτα, με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρό μου. Όπως τότε. Όπως κάθε πρωί.
Από τότε που μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου ήμουν κλειστό παιδί. Χωρίς φίλους και παρέες. Για την ακρίβεια, λίγοι ήταν εκείνοι που μου απηύθυναν τον λόγο, κυρίως για να με ρωτήσουν κάτι σχετικό με τα μαθήματα. Ήμουν η καλύτερη μαθήτρια της τάξης. Τη ζωή μου θα μπορούσε κάποιος να τη χαρακτηρίσει κάτι παραπάνω από συμβατική. Τα επιμελώς σιδερωμένα μου ρούχα – πάντα λευκά από κόλλημα της μητέρας μου – η στέκα στα μαλλιά και τα καλογυαλισμένα μου παπούτσια, συνέθεταν την εικόνα του τέλειου κοριτσιού από την οποία όμως λίγοι συγκινούνταν. Το σχολείο ήταν για μένα μια αναπόφευκτη ρουτίνα, όπου έπρεπε να διαπρέψω. Στα διαλείμματα καθόμουν μόνη στην τάξη και οι συμμαθητές μου δεν έμπαιναν καν στον κόπο να ασχοληθούν μαζί μου. Έτσι κυλούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Κι ο κόσμος βυθιζόταν σε μια απόλυτη λευκότητα. Το μαύρο στη ζωή μου δεν το αναζήτησα ποτέ. Ήρθε μόνο του. Μια μαύρη κηλίδα στα μέσα της περασμένης άνοιξης.
« Η θέση είναι πιασμένη;».
«Ορίστε;».
«Λέω… Η θέση είναι πιασμένη; Κάθεσαι μόνη σου;».
«Εε… Μόνη μου… Δηλαδή… Ναι. Μόνη».
«Κι εσύ, ρε παιδάκι μου! Πρώτο θρανίο; Τραγικό! Εγώ δεν το γουστάρω το σχολείο. Μου περιορίζει την οπτική. Είμαι η καινούργια. Φαντάζομαι σας είπαν για μένα. Το νέο σας απροσάρμοστο».
«Όχι… Δεν ξέρω. Δε μου λένε και πολλά εδώ μέσα».
«Κρίμα! Φαίνεσαι καλό κοριτσάκι. Αλλά αυτή η ασπρίλα, ρε συ. Η παρθενία προσωποποιημένη! Σόρρυ κιόλας για το θάρρος, αλλά έτσι είμαι εγώ!».
Έτσι ήταν αυτή. Το πιο ιδιαίτερο πλάσμα που γνώρισα ποτέ. Ψηλή, υπερβολικά αδύνατη. Μαύρα μακριά μαλλιά, μαύρα μάτια. Τα χείλη της γεμάτα, όχι μόνο από τη φύση τους. Γέμιζαν ολοένα και περισσότερο κάθε φορά που ξεστόμιζε την αγαπημένη της φράση. «Έχασες!».
Κι εγώ έχανα. Κάθε μέρα και λίγο από το λευκό της ζωής μου. Είχα όμως πια μια φίλη. Με περίμενε κάθε πρωί στην αυλόπορτα του σπιτιού. Πάντα μαυροντυμένη μ’ ένα ξεφτισμένο σακίδιο στους ώμους.
«Πάμε, loser;».
«Πάμε». Τον χαρακτηρισμό της τον είχα πια αποδεχτεί μετά από δυο μήνες συνύπαρξής μας στο ίδιο θρανίο. Οι βόλτες μας γίνονταν ολοένα συχνότερες. Κάθε μέρα παρέδιδα αμαχητί και ένα από τα λάφυρα του καθώς πρέπει κοριτσιού. Το πρώτο κάστρο που έπεσε ήταν η στέκα, έπειτα τα καλογυαλισμένα παπούτσια που έδωσαν τη θέση τους σε κάτι βρώμικα πάνινα. Το λευκό μου φόρεμα ακόμη αντιστεκόταν. Για χατίρι της μαμάς; Εις μνήμην του παλιού μου εαυτού; Ίσως. Σίγουρα δεν ήμουν πια η ίδια. Οι σχολικές μου επιδόσεις έπεσαν˙ αντιστρόφως ανάλογα με την αυτοπεποίθησή μου. Εκείνη μου έδειξε τις εναλλακτικές που είχα. Έναν άλλο κόσμο πιο ανοιχτό, πιο ελεύθερο, όπου τίποτα δεν έμοιαζε ακατόρθωτο, αλλά και το ίδιο αθώο με πριν. Με γοήτευε η ικανότητά της να απλοποιεί τα πράγματα που εγώ γιγάντωνα στο μυαλό μου. Μου έμαθε να γελάω, να θυμώνω, να ξεσπάω, να ξεφεύγω, να ζω! Δεν είχε καμία αδυναμία ή ανασφάλεια, κανένα δέσιμο με ο,τιδήποτε υλικό. Η ίδια έλεγε πως ήταν δέσμια του εαυτού της και μόνο. Στον λίγο καιρό που τη γνώριζα όμως, νομίζω πως είχα ανακαλύψει ένα μικρό ψεγάδι στη θεωρία της. Κάθε φορά που άνοιγε την ξεχαρβαλωμένη της τσάντα, μπορούσα να διακρίνω καθαρά ένα συγκεκριμένο τετράδιο να προεξέχει. Έμοιαζε με χοντρό σημειωματάριο, απ’ αυτά που κάποιος θα χρησιμοποιούσε για ημερολόγιο. Το πρώτο πιθανό δέσιμό της με κάτι υλικό.
Σε μια από τις συνηθισμένες μας σχολικές κοπάνες – που τελευταία ήταν πολλές – καθίσαμε στο κοντινό πάρκο του σχολείου, σ’ ένα απόμερο σημείο που είχαμε ορίσει ως προσωπικό μας ησυχαστήριο. «Δυο μήνες τώρα είμαστε όλη μέρα μαζί και ούτε μια φορά δε προσπάθησα να μάθω. Το σημειωματάριο που βλέπω διαρκώς στην τσάντα σου τι είναι;», τη ρώτησα φυσώντας τον καπνό απ’ το τσιγάρο που μόλις είχαμε μοιραστεί πάνω στο γρασίδι. Γύρισε και με κοίταξε μ’ εκείνο το σκοτεινό βλέμμα που δεν μπόρεσα ποτέ να αποκωδικοποιήσω με επιτυχία. Πότε ήταν ειρωνικό, πότε έμοιαζε χαιρέκακο κι άλλες φορές πονηρό όταν μου αράδιαζε τις ερωτικές της εμπειρίες. Όμως τώρα δεν έμοιαζε με κανένα από αυτά. Έμοιαζε επιθετικό κι ενοχλημένο. «Αυτό είναι μόνο για μένα! Είναι ό,τι νιώθω, ό,τι σκέφτομαι, ό,τι μπορώ. Με κάνει να νιώθω όμορφα. Μου δίνει δύναμη κάθε φορά που αγγίζω το σκληρό του εξώφυλλο. Γράφω γι’ αυτά που δεν θα καταλάβαινες ποτέ ούτε εσύ ούτε οι άλλοι. Είμαι στη μέση, έχω άλλο τόσο για να τελειώσουν οι σελίδες του. Δυστυχώς όμως δεν προορίζονται για ανάγνωση. Έχασες!». Ο τόνος της έμοιαζε περιπαικτικός. «Έχασες! Έχασες!», φώναζε όλο και πιο δυνατά, κρατώντας το τετράδιο σφιχτά. Στροβιλιζόταν σα μαύρη σβούρα γύρω από τον εαυτό της, ώσπου κουράστηκε. Έπεσε λαχανιασμένη στο γρασίδι. Έστρεψε τα μάτια της ψηλά στον ήλιο που ήταν αφύσικα δυνατός για την εποχή, κι έπειτα χαμηλά στο τετράδιο που έσφιγγε ακόμη πιο δυνατά από πριν.
«Παίζουμε ένα παιχνίδι, loser;».
«Τι παιχνίδι;».
«Διαφορετικό. Για μεγάλους, για ιδιαίτερους ανθρώπους σαν εμάς».
«Ναι, γιατί όχι;», είπα χαμηλόφωνα προσπαθώντας να μη δείξω την επιφυλακτικότητά μου απέναντι στη νέα τρελή της ιδέα.
«Λοιπόν, ας ξεκινήσω από το έπαθλο. Ιδού!». Ακούμπησε το σημειωματάριο κάτω, σε ίση απόσταση και από τις δυο μας.
«Αν καταφέρεις και απαντήσεις σωστά σε όλες τις ερωτήσεις μου, δικό σου!».
«Εγώ δεν ήθελα να…».
«Σιωπή! Δε χαίρεσαι; Σου δίνω το ελεύθερο να ξεσκεπάσεις κάθε κρυμμένη μου πλευρά».
Ένιωσα ένα ανεξέλεγκτο τρέμουλο. Τα μεγάλα της μάτια για έναν ακατανόητο λόγο μου φαίνονταν ακόμη μεγαλύτερα από πριν.
«Κι αν δεν απαντήσω σωστά;».
«Έχασες! Τότε περνάμε στην άλλη φάση του παιχνιδιού. Στον πόνο…».
Τώρα δίπλα στο σημειωματάριο πήρε θέση ένας μικρός μεταλλικός σουγιάς που γυάλιζε στο φως του ανυπόφορου πια ήλιου.
«Τι; Πλάκα κάνεις;».
«Καθόλου. Όμως μην ξεκινάς έτσι. Είναι εύκολες ερωτήσεις. Θα δεις».
Πρώτη ερώτηση: «Πώς ήσουν προτού με γνωρίσεις;».
«Υποθέτω… μόνη. Αδιάφορη. Βαρετή».
«Καλά αρχίσαμε. Σωστή απάντηση».
Δεύτερη ερώτηση: «Αγαπάς τους συμμαθητές σου;».
«Τους μισώ! Χρόνια τώρα περνούν αδιάφοροι μπροστά μου».
«Μάλιστα».
Τρίτη ερώτηση: «Οι γονείς σου σ’ αγαπούν;».
«Έτσι νομίζω. Αν και με καταπιέζουν αρκετά. Σιχαίνομαι τα λευκά ρούχα. Τα φοράω για εκείνη».
«Σωστά και πάλι».
Επόμενη ερώτηση: «Είσαι ευτυχισμένη;».
Δείλιασα.
«Μάλλον δεν άκουσες καλά την ερώτηση. Θα την επαναλάβω. Είσαι ευτυχισμένη;».
«Αν είμαι ευτυχισμένη; Δε νομίζω να περιμένεις συγκεκριμένη απάντηση. Κανείς άλλωστε δεν θα στην έδινε με σιγουριά». Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει. Ο ήλιος μού προκαλούσε ζαλάδα κι εκείνη ανέκφραστη περίμενε.
«Ναι ή όχι; Είναι παιχνίδι ερωτήσεων. Πρέπει ν’ απαντήσεις!».
Η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται. «Όχι, όχι! Ευχαριστήθηκες;».
«Εγώ ρωτάω κι εσύ απαντάς! Μην αλλάζεις τους κανόνες. Τελευταία ερώτηση».
«Εμένα μ’ αγαπάς;».
«Εσένα;».
«Ναι, εμένα, μ’ αγαπάς;».
«Δεν ξέρω».
«Πάλι τα ίδια; Απάντησέ μου». Η ματιά της άγρια, καρφωμένη πάνω μου. Κανένα πετάρισμα των βλεφάρων. Τα χείλη της πιο γεμάτα από κάθε φορά.
« Όχι. Νομίζω πως δε σ’ αγαπώ! Έχασα;».
Και τότε ο σουγιάς αγάπησε τα χλωμά μου μάγουλα, τα τρεμάμενα χέρια μου. Το άσπρο μου φόρεμα απέκτησε ξαφνικά ενδιαφέρον μ’ αυτές τις κόκκινες κηλίδες. Μέρος ενός αλλόκοτου πίνακα. Το φως του ήλιου, τα μωβ λουλούδια, εγώ που έμαθα τον πόνο της αγάπης πάνω στο γρασίδι ενός πάρκου.
Δεν θα μπορούσα να μην γράψω γι’ αυτήν. Ακόμη και τώρα στη ζεστή θαλπωρή του λευκού μου δωματίου. Γράφω. Ακούω τη μητέρα. Κλαίει απ’ έξω. Όλα θα πάνε καλά! Κι ας φοβάμαι. Το κόκκινο φόρεμα, τα πάνινα παπούτσια, η στέκα που αποποιήθηκα. Όλα πεταμένα σε μια γωνιά να μου θυμίζουν εκείνον τον φριχτό πόνο. Τον πόνο της συνύπαρξης μ’ εκείνο το σκοτεινό κορίτσι. Οι σελίδες μόλις τελείωσαν. Ίσως τελικά να την αγάπησα. Το παιχνίδι της, το σουγιά της, την ιδέα της. Loser υπογράφω στο τέλος. Σ’ αυτό το τετράδιο, με το σκληρό εξώφυλλο που εδώ και χρόνια γράφει για το πόσο χαμένη νιώθω.

Μυλωνά Μαρία