Γλίστρησαν στο προαύλιο του νεκροταφείου λίγο μετά τις δώδεκα. Τα μαύρα ράσα τους μετά βίας διακρίνονταν κάτω από τη λάμπα του δρόμου που τρεμόπαιζε. Ένα τυφλό αδέσποτο συμπλήρωνε την απόκοσμη ατμόσφαιρα. Την ώρα που οι μοναχές έφταναν στους πρώτους τάφους, ο σκύλος άθελά του έριξε στο έδαφος κανά δυο σβηστά καντήλια ποτίζοντας με νερό και λάδι τους διψασμένους νεκρούς. Η μοναχή Ευφροσύνη πήρε μια πέτρα να το φοβερίσει. “Δεν σε βλέπει μέσα στα σκοτάδια” αντέτεινε η μοναχή Φεβρωνία, “άφησέ το να πάει στην ευχή του θεού”. Η γερόντισσα τις επανέφερε στην τάξη δηλώνοντας κατηγορηματικά πως ήρθαν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με μια ιερή αποστολή. Η ζωή και των τριών από τότε που ανυπόδητες, ασκεπείς, φορώντας μόνο έναν απλό λευκό χιτώνα ενδύθηκαν τα άγια ρούχα του μοναχισμού και κλείστηκαν στο Ιερό Κοινόβιο ήταν γεμάτη δύσκολες αποστολές, αλλά το αποψινό έμελλε να τις σημαδέψει για πάντα.
Οι τρεις φακοί στόχευαν πότε μπροστά και πότε στο πλάι φωτίζοντας τις επιγραφές. Ενθάδε κείται ο τάδε, ο δείνα, ο γείτονας, ο χασάπης, ο δάσκαλος, ο εραστής, ο πατέρας, ο κυρ-Αντώνης, ο σύζυγος. Όλους όσους είχαν στερηθεί για τον έρωτα του Χριστού. Πρώτος διάδρομος δεξιά, μετά τριάντα μέτρα αριστερά και ξανά ευθεία. Η γερόντισσα μπροστά, η Φεβρωνία δίπλα της ασθμαίνοντας, πίσω τους η καταϊδρωμένη Ευφροσύνη. Τα αναμμένα καντηλάκια, τα σβησμένα θυμιάματα και οι χρυσοποίκιλτοι σταυροί σαν να τους έδειχναν το δρόμο. Σε μια μαύρη πλαστική σακούλα έκρυβαν πτυσσόμενες τσάπες και φτυάρια.
Η Ηγουμένη σταμάτησε κάνοντας τον σταυρό της. “Εδώ είμαστε” ψιθύρισε. Τοποθέτησαν τους φακούς στους διπλανούς τάφους, έβγαλαν τις τσάπες και τα φτυάρια και ξεκίνησαν. “Μην κάνετε θόρυβο. Τα χώματα εδώ δίπλα, όχι μακριά. Ευφροσύνη, ρίξε νερό να μην σηκωθεί σκόνη και να μαλακώσει το χώμα” έδωσε τις πρώτες οδηγίες η γερόντισσα. Η Φεβρωνία τσάπιζε και σιγόκλαιγε. Η Ευφροσύνη έψελνε σιωπηλά και η γερόντισσα ακάθεκτη απομάκρυνε το χώμα.
Ακούστηκε ο αναμενόμενος θόρυβος όταν το φτυάρι της Ευφροσύνης χτύπησε επιτέλους την ξύλινη επιφάνεια. Σταυροκοπήθηκαν οι μοναχές ξέροντας πως σε λίγο θα λυθεί το μυστήριο. Η γερόντισσα έσπευσε να απομακρύνει το χώμα ψιθυρίζοντας “ήγγικεν η ώρα”. “Γένοιτο, γένοιτο” απάντησαν διφωνικά οι μοναχές.
Ήταν σαν χτες όταν η αδελφή Βριέννη – λίγο πριν πεθάνει – τους είχε πει ότι είδε όραμα πως ο θεός την ήθελε άμεσα κοντά του. Σε λίγο οι τρεις αδερφές και η γερόντισσα θα ξανασμίξουν έστω και υπό αυτές τις συνθήκες. Η Ευφροσύνη κλήθηκε να ανασηκώσει το καπάκι από το οποίο προεξείχε ακόμα η σάπια πλέον δαντέλα, αποχαιρετιστήριο δικό της δώρο.
Η Φεβρωνία σπάραξε όταν είδε το θέαμα. Η Ευφροσύνη γονάτισε ψελλίζοντας “είναι αλήθεια, έλεγε την αλήθεια”. Η γερόντισσα χαμογέλασε ανακουφισμένη. Απομάκρυνε τις δύο συντετριμμένες αδερφές και με τη ψηφιακή της μηχανή απαθανάτισε το θαύμα. Ενθουσιασμένες επανέφεραν το χώμα στη θέση του και τοποθέτησαν τον μαρμάρινο σταυρό στη μέση του μνημείου. “Πρέπει να βρούμε τον γέροντα και να του πούμε πως η αδερφή μας αγίασε όπως το είχε προβλέψει” είπε η Ευφροσύνη. “Όλα έγιναν όπως τα είχε πει η μακαριστή: αν με βρείτε μπρούμυτα, πάει να πει πως ο Κύριος αναγνωρίζει την αγιότητά μου”. Και η γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώσει: “Μα, ναι, αναφέρεται ρητά και στο “Περί της Ανακηρύξεως Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία”. Δια την οσιοποίησή της αρκεί τούτο το θαύμα, μια ψηφιακή φωτογραφία… και τρεις μάρτυρες!!! Εμείς.”
Περιχαρής για το εύρημά της η τριάδα έσπευσε προς την έξοδο πατώντας επί τάφων και… πτωμάτων. “Ακίνητες” ακούστηκε από κοντινή απόσταση. Ιδού ο φύλακας έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, στρέφοντας τον φακό του στα δύο έκπληκτα μάτια της γερόντισσας.
“Πάλι εσύ εδώ;” είπε θυμωμένα ο φύλακας. Οι δύο αδερφές κοιτάχτηκαν με απορία.
“Ποιος είσαι, αδελφέ εν Χριστώ;” ρώτησε ανυποψίαστη η Ηγουμένη.
“Άσε τα σάπια. Τι κάνεις πάλι εδώ; Πριν έναν χρόνο σε ξανάπιασα να σκάβεις τον τάφο της μοναχής που θάψατε στο κοιμητήριο. Ήσουν μόνη με ένα φτυάρι και λερωμένα ράσα τότε. Απόψε έφερες και παρέα;”
“Κάνεις λάθος, άνθρωπέ μου.”
“Έκανα που δεν σε πήγα τότε στο τμήμα, μα με τα παρακάλια σου σε άφησα να φύγεις. Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράμα. Δεν είχε μια βδομάδα που θάψατε την αδερφή Βριέννη κι εσύ την ξέθαψες και την έβαλες μπρούμυτα. Θα πέσει φωτιά να σε κάψει”, είπε ο αγανακτισμένος φύλακας στρέφοντας τον φακό του στα μάτια της Ηγουμένης.
Η Ευφροσύνη και η Φεβρωνία είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. “Εσύ είσαι πιο σάπια κι απ’ το πτώμα της Βριέννης”, βρήκε τη δύναμη να φωνάξει η Ευφροσύνη. “Μην τον πιστεύετε, αδερφές μου, είναι πιωμένος”, ψέλλισε η γερόντισσα για να λάβει την αποστομωτική απάντηση της Φεβρωνίας: “ο σκοπός μπορεί να αγιάζει τα μέσα, αλλά όχι τη Βριέννη…”
Το περιπολικό είχε ήδη φτάσει. Οι τρεις μαυροφόρες γυναίκες επιβιβάστηκαν υπάκουα στο ίδιο όχημα χωρίς να ανταλλάσσουν βλέμματα. Κάποιος είπε πως είδε τη Φεβρωνία να κλαίει. Ο φύλακας σφάλισε τη σιδερένια πόρτα με την αλυσίδα που είχε ξεχάσει νωρίτερα να κλειδώσει.
Ο τυφλός σκύλος σκόνταψε και πάλι στα καντήλια, χύνοντας λάδι και νερό και σε άλλους άνυδρους τάφους. Το χώμα και το ψέμα εκείνο το βράδυ ξεδίψασαν για τα καλά…
Μαυρίκης Στέργιος