Όταν η κυρία Παπαδοπούλου μπήκε στη μεγάλη αίθουσα με τους χάρτες, κρατώντας ένα φλιτζάνι που της έκαιγε τα χέρια, πίστευε ότι εκεί θα είχε την ευκαιρία να απολαύσει ήσυχα τον καφέ της χωρίς να την ενοχλήσουν και πως η υπόλοιπη μέρα θα κυλούσε δίχως απρόοπτα. Έκανε λάθος και στα δύο. Πρώτα άκουσε τους λυγμούς από κάποιο σημείο στο βάθος και μετά είδε το ξανθό κεφάλι της Άννας να τραντάζεται από τα αναφιλητά. Η κυρία Παπαδοπούλου πλησίασε το κορίτσι χωρίς να βιάζεται, προσπαθώντας να εκτιμήσει την κατάσταση. Βρισκόταν στην υπηρεσία τριάντα τόσα χρόνια και είχε το δικαίωμα να καυχιέται πως είχαν δει τόσα τα μάτια της, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει το οτιδήποτε συνέβαινε με ευθυκρισία και αποτελεσματικότητα. Της άρεσε που άκουγε το θόρυβο από τα τακούνια της, έτσι όπως προχωρούσε με βήματα ζυγισμένα και αργά. Πίστευε ότι αυτό ακριβώς το περπάτημα της προσέδιδε ένα κύρος που ήταν ανεκτίμητο, ώστε να φέρνει σε πέρας τα καθήκοντα της. Στάθηκε μπροστά στην Άννα που συνέχιζε να κλαίει και περίμενε σιωπηλή. Ή Άννα είχε έρθει πριν από ένα μήνα και δεν έδειχνε να έχει προσαρμοστεί ακόμα. Ποιός ξέρει τι είχε συμβεί πάλι, το θέμα όμως απαιτούσε οπωσδήποτε λεπτό χειρισμό από την ίδια. Κάποια στιγμή η κυρία Παπαδοπούλου σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε στον απέναντι τοίχο, εκεί που ήταν στραμμένο το κορίτσι. Τότε κατάλαβε.
– Ποιος το έκανε αυτό; ρώτησε, χωρίς να πάρει τα μάτια της.
Η Άννα κούνησε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά και δυνάμωσε το κλάμα. Οι κοτσίδες της πήγαν και ήρθαν. Η κυρία Παπαδοπούλου έκανε προσπάθεια να μην δείξει την ανυπομονησία της.
– Εσύ που βρισκόσουν την προηγούμενη ώρα;
Το κορίτσι στύλωσε το βλέμμα και την κοίταξε έντονα για λίγα δευτερόλεπτα. Έπειτα
σκούπισε τα δάκρυα με τις γροθιές της σφιγμένες και είπε με σταθερή φωνή.
– Έξω, στο κιόσκι.
– Μόνη σου;
– Μάλιστα.
Σκέφτηκε πως είχε τα πιο διάφανο δέρμα που είχε δει ποτέ της. Σχεδόν μπορούσε να δει το αίμα να κυλάει μέσα στα μάγουλά της. Τη ρώτησε μαλακά, σχεδόν αδιάφορα.
– Κι εδώ γιατί ήρθες;
– Χρειάστηκα να χαρτομάντιλά μου.
Η κυρία Παπαδοπούλου κοίταξε το αφρόγαλα στο φλιτζάνι που είχε κατακαθίσει και
έμοιαζε με πέτσα από γιαούρτι και αναστέναξε. Ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι και
βγήκε από την αίθουσα με μεγάλα βήματα και την Άννα να προσπαθεί να την ακολουθήσει τρέχοντας. Πέρασε το μεγάλο διάδρομο με τις γαλάζιες πόρτες δεξιά και αριστερά και βγήκε στην αυλή. Για δυο σημαντικά δευτερόλεπτα παρατήρησε τον χώρο μέχρι να την αντιληφθούν και να στραφούν όλοι προς το μέρος της. Σιωπή απλώθηκε. Η κυρία Παπαδοπούλου εντόπισε στο πιο μακρινή γωνιά του φράχτη τον Γρηγόρη να λιάζεται στο γρασίδι με ένα κλαράκι στο στόμα. Στηριζόταν στους αγκώνες και είχε τα πόδια του ανοιχτά. Λίγο πριν μάλλον θα κουβέντιαζε με τον Θάνο και τον Ανδρέα, που κάθονταν δίπλα του, τώρα όμως κοιτούσε κι αυτός προς το μέρος της κυρίας Παπαδοπούλου. Χωρίς απορία, χωρίς αναστάτωση. Απλά κοιτούσε.
– Έλα μέσα, τον φώναξε και χωρίς να περιμένει την αντίδρασή του έκανε μεταβολή και επέστρεψε στην αίθουσα με τους χάρτες.
Η κυρία Παπαδοπούλου καθόταν στην καρέκλα και παρατηρούσε τον Γρηγόρη όρθιο
μπροστά της με τα χέρια του κρεμασμένα και το κορδόνι του δεξιού παπουτσιού του
λυτό. Τσουλούφια έπεφταν στο πρόσωπό του, στη μύτη του σκόρπιες φακίδες. Το πάνω χείλος του προεξείχε σε μία μόνιμα αυθάδικη έκφραση. Είναι ένας άγγελος, σκέφτηκε.
– Ξέρεις γιατί είσαι εδώ;
Ο Γρηγόρης σήκωσε τους ώμους χωρίς να αλλάξει έκφραση. Με τα μάτια της τού έδειξε τον απέναντι τοίχο.
– Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;
Γύρισε και κοίταξε. Έπνιξε ένα γέλιο.
– Δεν το έκανα εγώ, της είπε.
Η κυρία Παπαδοπούλου χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι. Το φλιτζάνι αναπήδησε.
– Κανονικά θα έπρεπε να την βοηθήσεις να νιώσει ομορφα στο νέο της περιβάλλον, εσύ σαν σωστός αρχηγός, κι όχι να τη βασανίζεις. Δεν σε κάνει ήρωα να τα βάζεις με τον αδύναμο.
– Ποτέ δεν την πείραξα.
Η κυρία Παπαδοπούλου κούνησε αργά το κεφάλι της.
– Από τότε που ήρθε μου κάνει συνέχεια παράπονα για σένα. Δεν την αφήνεις, λέει, σε ησυχία. Δεν ήθελα να την πιστέψω, αν και ξέρω τι πειραχτήρι είσαι. Χτες όμως μου ζήτησες κόκκινη μπογιά για να βάψεις τα κάγκελα στο κιόσκι που ξεθώριασαν από τον ήλιο. Και με την υπόλοιπη έγραψες στον τοίχο αυτό για την Άννα.
– ´Όχι, κυρία. Όταν τελείωσα με τα κάγκελα, επέστρεψα την μπογιά στην αποθήκη. Κοίταξε το ρολόι της. Σε δυο λεπτά θα χτυπούσε το κουδούνι. Έπρεπε να τακτοποιήσει το θέμα αμέσως.
– Γρηγόρη, τώρα θα πάρεις την τσάντα σου και θα φύγεις από το σχολείο. Και αύριο θα έρθεις πρωί πρωί με έναν κουβά λευκή μπογιά για να βάψεις τον τοίχο. Όταν θα μπω στην τάξη, αυτό δεν θα υπάρχει. Και μην ξανακούσω ότι ενόχλησες την Άννα ή οποιονδήποτε άλλον. Κατάλαβες;
Ο Γρηγόρης έσυρε τα πόδια του προς την καγκελόπορτα με την τσάντα του περασμένη μάγκικα στον ώμο. Χαιρέτησε με ένα βλέμμα τους φίλους του. Χαμογέλασε στα κορίτσια. Ήταν ένας άγγελος. Πριν βγει στο πεζοδρόμιο η ματιά του έπεσε πάνω στην Άννα. Καθόταν μόνη σε ένα παγκάκι κουνώντας τα πόδια της πέρα δώθε. Κανείς δεν την πρόσεχε. Τού έκλεισε το μάτι και σήκωσε το χέρι της με το μεσαίο δάχτυλο τεντωμένο. Το αριστερό χέρι. Το δεξί ήταν μέσα στην ποδιά της, λερωμένο με κόκκινη μπογιά.

Καλαμαριά, 31/10/2013

Ψαθόπουλος Δημήτρης