Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται έτσι απλά σαν τον αφρό, που αφήνει πίσω του το κύμα. Ο αστυνόμος ξεφύσηξε φουρκισμένος πάνω από τον ανοιχτό φάκελο. Κι όμως ο Δημήτρης Καραπάνος –Τάκης, για τη γυναίκα του- έμοιαζε να εξαφανίστηκε έτσι απλά. Έφυγε ένα απόγευμα πριν τρεις μήνες από τη δουλειά του, προϊστάμενος λογιστηρίου σε μεγάλη εταιρία ηλεκτρονικών υπολογιστών, και στο σπίτι του δεν έφτασε ποτέ. Και από τότε κανένα σημάδι ζωής. Και καμία πιθανή εξήγηση. Την μέρα που εξαφανίστηκε τίποτα εξαιρετικό δεν είχε συμβεί. Ισολογισμοί, τιμολόγια, επιταγές. Ανεπιβεβαίωτες φήμες μάλιστα θέλανε τον προϊστάμενο να σιγομουρμουρίζει την «Άπονη ζωή», τραγούδι καθόλου αυτοβιογραφικό.
Γιατί ο Δημήτρης Καραπάνος ήταν πενήντα δύο χρονών και μάλλον ευτυχής στη ζωή του. Ήταν παντρεμένος με το νεανικό του έρωτα και όλοι, συγγενείς και φίλοι, διαβεβαίωναν πως είχαν πολύ καλές σχέσεις. Άλλες γυναίκες δεν φαινόταν στη ζωή του. Ο γιος του ήταν φοιτητής στο Πολυτεχνείο, πηγή περηφάνιας για τον πατέρα. Με την κόρη του είχε σοβαρούς καβγάδες την τελευταία χρονιά, καθώς εκείνη είχε αποφασίσει να γίνει ηθοποιός. Πάντως δεν εξαφανίζεται κάποιος, επειδή διαφωνεί με τις επαγγελματικές επιλογές της κόρης του.
Προσωπικά πράγματα δεν είχε μαζί του εκτός από τον φορητό υπολογιστή του, αλλά αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο. Το διαβατήριό του βρέθηκε στο συρτάρι του και είχε λήξει. Τα ρούχα κρεμασμένα στη σειρά στην ντουλάπα του με σακουλάκια λεβάντα ανάμεσά τους. Μόνη μικρή παραφωνία δύο απλήρωτοι λογαριασμοί της Δ.Ε.Η., που βρέθηκαν πάνω στο γραφείο του –του σπιτιού του και της πολυκατοικίας, ο Καραπάνος ήταν ταμίας στην επιτροπή. Τους είχε βγάλει, για να τους πάρει μαζί του, αλλά τους άφησε. Ποτέ δεν άφηνε λογαριασμό απλήρωτο. Μπορεί όμως για μια φορά να είχε ξεχαστεί.
Μια τελευταία ισχνή ελπίδα ότι θα ανακαλύψουν κάτι τους έδωσε η πληροφορία ότι, λίγο καιρό πριν εξαφανιστεί, τον είχαν δει να πίνει καφέ έξω από το γραφείο με μια νεαρή υπάλληλο από άλλο τμήμα της εταιρίας. Η μικρή ανακρίθηκε και υποχρεώθηκε κατακόκκινη να διηγηθεί την ιστορία της. Ο φίλος της την κακομεταχειριζόταν, μάλιστα είχε σηκώσει χέρι πάνω από μια φορά. Ο κύριος Δημήτρης τον ήξερε, ήταν γιος παιδικού του φίλου, και η κοπέλα τον είχε παρακαλέσει να μεσολαβήσει. Και μεσολάβησε; είχε ρωτήσει ο αστυνόμος. Ναι, ο κύριος Τάκης είχε μιλήσει στον φίλο της αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Η κοπέλα είδε και αποείδε, τον χώρισε αλλά εξακολουθεί να την ενοχλεί, την παρακολουθεί και της τηλεφωνεί συνέχεια. Η αστυνομία, αλήθεια, μήπως θα μπορούσε να κάνει κάτι;
Ο αστυνόμος Γεωργίου βρόντηξε το φάκελο. Οι μόνες εξηγήσεις, που είχαν απομείνει, ήταν είτε πως κάποιος είχε σκοτώσει τον Καραπάνο και είχε εξαφανίσει το πτώμα, είτε πως είχε αυτοκτονήσει. Αλλά γιατί θα σκότωνε κάποιος έναν λογιστή; Δεν είχαν μπορέσει να βρουν μπλεξίματα, σχέσεις με υπόκοσμο ή ύποπτες συναλλαγές. Και ούτε είχε λόγο να αυτοκτονήσει. Δεν έπασχε από τίποτα σοβαρό, ούτε είχαν παρατηρήσει αλλαγές στη διάθεσή του. Και σε αυτή την περίπτωση, πού ήταν το πτώμα του;
Ο αστυνόμος ήταν έτοιμος να σηκωθεί από το γραφείο του, όταν το μυαλό του ξαναγύρισε σ’ ένα σημείο του φακέλου, που είχε μόλις διαβάσει.
Χρειάστηκε εντατική ανάκριση και λίγη παραπάνω πειθώ, για να ομολογήσει ο νεαρός παλικαράς, ο πρώην φίλος της νεαρής συναδέλφου, τον φόνο. Αυτός είχε σκοτώσει τον Καραπάνο. Τον περίμενε έξω από την εταιρία με το αυτοκίνητο, ήθελε να μιλήσουν. Η συζήτηση δεν εξελίχθηκε καλά και ο νεαρός έβγαλε μαχαίρι. Το πτώμα το είχε θάψει στο πίσω μέρος του οικογενειακού εξοχικού. Γιατί; Ο παλιόγερος του είχε ξελογιάσει την κοπέλα, το έπαιζε ηθικός και προστάτης και αυτή ήθελε να χωρίσουνε. Μέχρι να εμφανιστεί αυτός όλα πήγαιναν μια χαρά μεταξύ τους.
– Πώς το κατάλαβες; ρωτούσαν οι συνάδελφοί του τον αστυνόμο.
– Από το «Τάκης». Έτσι ανέφερε κάποια στιγμή της ανάκρισης η κοπέλα τον Καραπάνο. Εμείς όμως ξέραμε πως μόνο η γυναίκα του τον φώναζε έτσι.

Μπαλαή Εύα