Παιχνίδι στο πάρκο

Του Δημήτρη Ψαθόπουλου

Ο άντρας καθόταν στο παγκάκι και διάβαζε την εφημερίδα. Ήταν απόγευμα, ο ήλιος τον ζέσταινε γλυκά. Φορούσε γκρι κοστούμι και καθόταν σταυροπόδι. Το μπατζάκι του είχε σηκωθεί, αποκάλυπτε τη ριγέ κάλτσα. Ήταν σαράντα πέντε χρονών.
Ο κουτσός πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Χάζεψε τα παιδιά απέναντι που κλωτσούσαν μια ξεφούσκωτη μπάλα. Ο άντρας δίπλωσε την εφημερίδα, την ακούμπησε στο πλάι.
– Λοιπόν; είπε.
Ο κουτσός έβγαλε ένα κουτάκι μέντες, έριξε μία στο στόμα του. Κοιτούσε αλλού καθώς μιλούσε.
– Η κεντρική επιτροπή αποφάσισε την απομάκρυνσή σου. Η θέση σου θα παραμείνει κενή μέχρι νεωτέρας. Ανεπίσημα σε πληροφορώ πως κάποιοι επέμεναν για πιο δραστικά μέτρα.
– Εσύ ήσουν μέσα σε αυτούς;
– Όχι, δεν ήμουν.
– Πάντα μεγαλόψυχος!
– Μη γίνεσαι πικρόχολος. Η επανάσταση είναι υποχρεωμένη να παίρνει συχνά και δύσκολες αποφάσεις. Δεν φταίμε εμείς που εσύ έχασες τον προσανατολισμό σου. Βλέπεις, πάντα ήσουν πολύ δημοφιλής. Στην αρχή έγραφες τα συνθήματα, μετά τους λόγους του αρχηγού και τελικά κατέληξες να τους εκφωνείς και ο ίδιος. Έγινες η σημαία μας. Η λάμψη σου έμοιαζε με χρυσάφι, αλλά το χρυσάφι υπάρχει πάντα κίνδυνος να εξαργυρωθεί. Το κόμμα δεν μπορεί να στηριχτεί στη λαμπρότητα ενός σταρ, το καταλαβαίνεις και μόνος σου. Τα αστέρια αλλάζουν τις τροχιές τους. Ή και σβήνουν για πάντα.
– Με φοβάστε!
– Η αυταρέσκειά σου τέτοια ώρα είναι μάλλον άστοχη.
Η μπάλα κύλησε και σταμάτησε στα πόδια του. Την κλότσησε πίσω.
– Τα μέλη της επιτροπής αποφάσισαν να σου δώσουν την ευκαιρία να αποσυρθείς αυτοβούλως, έκανε ο κουτσός και έσπρωξε προς το μέρος του έναν φάκελο. Εδώ είναι μια δήλωση που πρέπει να υπογράψεις, το εισιτήριο για τον προορισμό σου και χρήματα για τον πρώτο καιρό. Θα πάρεις μαζί σου τα απολύτως απαραίτητα. Η περιουσία σου όπως ξέρεις είναι ιδιοκτησία του κόμματος.
Ο άντρας πέταξε τον φάκελο πίσω.
– Θα σας βόλευε να με ξεφορτωθείτε σαν δειλό.
– Περίμενα ότι θα το πεις αυτό, απάντησε ο κουτσός.
Έμειναν ακίνητοι για λίγο. Κάποια παιδιά ζητωκραύγασαν. Η ομάδα τους κέρδισε.
– Εσύ θα το κανονίσεις; ρώτησε ο άντρας.
– Τέτοια εντολή έχω.
– Εδώ;
– Εδώ.
– Πότε;
– Όπου να ´ναι θα πέσει το σκοτάδι. Τα πιτσιρίκια θα μαζευτούν στα σπίτια τους.
Έχεις χρόνο να το σκεφτείς.
Ο άντρας άνοιξε την εφημερίδα. Τα γράμματα ίσα που ξεχώριζαν στο λιγοστό φως.
– Ας περιμένουμε τότε, είπε.