Στο μπαούλο
Μυρίζει μούχλα εδώ κάτω. Είχα να κατέβω καιρό. Τελευταία φορά μαζί της. Τότε στις Απόκριες. Ακόμη χαμογελούσε. Πάντα χαμογελούσε. Σαν εκείνο το βράδυ που μου έκανε δώρο το μπρελόκ με τις καμπανούλες. Αυτό που τώρα κρατώ στα χέρια μου’ με τα κλειδιά του υπογείου
Κατευθύνομαι προς το καφέ μπαούλο της γιαγιάς. Μέσα του κρύβω όλα τα μυστικά μου από παιδί. Εκεί έχω βάλει και το ημερολόγιο της. Είχα προλάβει να το πάρω από το κομοδίνο, κάτω από τον ορό της, δίπλα στο λευκό κρεβάτι. Με τα πράσινα σεντόνια. Σαν το πράσινο λαστιχάκι των μαλλιών της. Και αυτό στην τσέπη μου. Όλα εκεί. Να τα κλείσω μέσα, μήπως καταφέρω έτσι να κλείσω και αυτήν.
Όσο και αν την έδιωχνα, αυτή θα έμενε, μου είχε υποσχεθεί. Δεν έμεινε. Έφυγε. Ένα βράδυ του Νοέμβρη. Μπροστά στη βιβλιοθήκη της. Με καρπούς σαν μισάνοιχτη κονσέρβα. Και το αίμα να ποτίζει τον σελιδοδείκτη του πεταμένου στο πάτωμα βιβλίου της. Ξεραμένες οι κηλίδες ακόμη και τώρα, αλλοιώνουν το σχέδιο του μέσα στην τσέπη μου.
Τον πήρα μαζί μου εκείνο το βράδυ. Πήρα και την τελευταία σημειωμένη σελίδα του βιβλίου. Μήπως και καταλάβω γιατί επέλεξε να φύγει χωρίς να μου το πει. Θα την παλεύαμε την ρημάδα την αρρώστια, θα της αλλάζαμε ζώδιο, της είχα υποσχεθεί. Δεν με πίστεψε. Έφυγε. Ή έτσι νόμιζε. Βάζω ένα ένα τα πράγματά της στο μπαούλο. Είναι εδώ.

Καλλιόπη Πασιά