Δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ. Ποτέ, μέχρι που ήρθε αυτό το ραμολί να μου χαλάσει το όνομα. Και τι δεν έκανα – τίποτα, σαλιγκάρι ο Μητσάρας – όνομα που βρήκε να του δώσει. Παρ’ το απόφαση, χριστιανέ μου, στα ογδόντα τέρμα το κοκό. Μισή ώρα παιδευόμουνα μαζί του, μ’ αποτέλεσμα να χάσω τρεις πελάτες. Από δίπλα έτριζαν οι μεντεσέδες κι εγώ παρηγορούσα το λείψανο που λέει ότι τον στοίχειωσε η μακαρίτισσα κι ο βράχος ο μεγαλοπρεπής έγινε σφουγγάρι, κουραμπιές – τι κουραμπιές δηλαδή, ο κουραμπιές τουλάχιστον έχει τη γλύκα του, δεν βρωμάει ναφθαλίνη.
Α ρε καημένε πως δεν σε πέταξα με τις κλωτσιές απ’ έξω. Εδώ που τα λέμε τον λυπήθηκα και λίγο, ίσως γιατί το γυάλινο μάτι του μου θύμιζε τον παππού μου. Tώρα όμως θα τ΄ ακούσω κι από πάνω. Αύριο θα μου δώσουν όποιον λεχρίτη μπει, τον χειρότερο τους, για να μάθω λέει να σέβομαι το σπίτι που με ταΐζει. Λες κι είμαι καμιά παιδούλα. Τριανταπέντε χρονών έφτασα, το πιο περιζήτητο δωμάτιο του σπιτιού και τώρα… αλλά θα ξανάρθει, δεν θα ξανάρθει; Πύραυλο θα τον κάνω.
Πως έγινε αυτό δεν μπορώ να καταλάβω. Μέχρι και γλυκόλογα του ‘πα αφού κατάλαβα ότι δεν αντέχει τ’ άγρια. Ευαίσθητη ψυχή σκέφτηκα – κι ανίκανη έπρεπε να προσθέσω. Θα το ξεχάσουν όμως… έτσι δεν είναι; Έτσι πρέπει. Ελπίζω να μην μου κουβαληθούν εδώ και οι φίλοι του από τα ΚΑΠΗ της γειτονιάς. Δεν είμαι η Πρόνοια εγώ! Αν καταλάβει κάτι τέτοιο η Ρούλα θα πάρω πόδι την επόμενη μέρα. Κι άντε να βρεις άλλο σπίτι σ’ αυτή την ηλικία, με βλέπω στο πεζοδρόμιο μαζί με τις μαύρες.
Τι κατάντια Χριστέ μου! Όλους τους έχω καταγράψει εδώ μέσα. Μέρα δεν έχει περάσει – δέκα χρόνια τώρα – που να μην έχω σημειώσει τον κάθε καταραμένο που με πιάνει. Από τον χειρότερο βρωμιάρη, μέχρι το σοβαροφανή χαρτογιακά που μου κουβαλιέται δήθεν μ’ ενοχές. Ούτε μια φορά δεν έφυγε κάποιος ανικανοποίητος από το κρεβάτι μου. Κι όμως η ακατανόμαστη αυτή μέρα έφτασε. Παρ’ ότι ήταν Δευτέρα κι ήμουν καθαρή, μετά από μπάνιο, ξυρισμένη, με νύχια κόκκινα – σχεδόν πορτοκαλί – κάλτσες πάνω απ’ το γόνατο και καινούργιο κιλοτάκι. Μόνο που δεν με πήρε ο ύπνος με τον μπάρμπα. Κι εκείνος να με κοιτάει – με το ΄να μάτι, το καλό – σαν βυζανιάρικο. Πάει όμως, πέρασε κι ελπίζω τέτοια κακοτυχία να μην με ξαναβρεί. Όπως είχα πει και σ’ ένα ξαναμμένο δεκαεξάχρονο – που τελείωσε πριν καν αρχίσει – για όλα υπάρχει πρώτη φορά, ακόμα και την αποτυχία, αλλά δεύτερη δεν θα το δεχτώ, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα!
Πιτσόλου Ευανθία