Πήγαμε με το πούλμαν δικό μας μέσο δεν είχαμε. Τον κρατούσα αγκαζέ γιατί δεν είχε πάρει το μπαστούνι του, φοβόμουν μην πέσει. Μόλις φτάσαμε στην άμμο με ρώτησε τι είναι αυτό που πατάμε και βουλιάζουμε. Έσκυψα, πήρα λίγη και την έβαλα στα χέρια του. Την έφερε κοντά στη μύτη του. “Δε μυρίζει” αποκρίθηκε και άρχισε να την ψηλαφεί. “Είναι σαν το χοντρό αλάτι” ξεφύσησε ανακουφισμένος που μπόρεσε να τη συνδυάσει με κάτι γνώριμο. “Να την δοκιμάσω;” και πλησίασε το χέρι του στο στόμα. Δεν του απάντησα. Η σιωπή μου τον απέτρεψε. Άνοιξε την παλάμη του και την φύσηξε. Έπιασα το χέρι του και τον οδήγησα στην ακροθαλασσιά. “Το νερό ακούγεται έτσι;” με ρώτησε, ενώ κρατούσε το σακάκι του να μην το ανοίξει ο αέρας. “Ναι” του απάντησα και άρχισα να βγάζω τα παπούτσια μου. Τα άφησα παραπέρα, μη τα βρέξει το κύμα, και έσκυψα να του βγάλω και τα δικά του. “Για να νιώσεις τη θάλασσα, πατέρα, αλλά μην βραχείς, ούτε αλλαξιά πήρα, ούτε είναι καιρός για αρρώστιες” του είπα για να προλάβω την απορία του γιατί να τα βγάλει. Του σήκωσα τα μπατζάκια μέχρι τα γόνατα και του είπα “πάμε”. Το κρύο νερό μας ανατρίχιασε και πισωπατήσαμε. Το στόμα του πατέρα ήταν ελαφρώς ανοιχτό. Πήρε μια ανάσα, σα να ήθελε κάτι να πει αλλά το μετάνιωσε. Ξαναβάλαμε τα πόδια μας στο νερό. Έκανε ένα ακόμη βήμα. Το νερό έφτανε μέχρι το σημάδι που είχε η γάμπα του από το ατύχημα με το άροτρο. “Είναι σαν το νερό της σκάφης” τον άκουσα να λέει, ενώ βουτούσε την παλάμη του για να το γευτεί. “Είναι αλατισμένο. Η άμμος φταίει;” “Όχι” του είπα “έτσι είναι από μόνο του”. Δεν ξέρω αν απάντησα σωστά, ένα Δημοτικό είχα βγάλει. Το σφάλμα δεν έπεφτε σε μένα, αυτός δε μ’ είχε αφήσει να συνεχίσω και ας του έλεγαν οι δάσκαλοί μου “άσ’ την, είναι καλή”. Ο πατέρας είχε προχωρήσει κι άλλο και το νερό τού ερχόταν μέχρι το γόνατο. Το ένα του μπατζάκι ήταν ελαφρώς βρεγμένο. Άνοιξα το στόμα μου να του πω να έρθει προς τα έξω, μα αντί για αυτό, μου ξέφυγε ένα “κοίτα” δείχνοντας τα δελφίνια που πηδούσαν πλάι στην ψαρόβαρκα. Δάγκωσα τα χείλη μου για την ανοησία που ξεστόμισα και στράφηκα προς τα εκείνον να δω αν μου κάκιωσε. Αυτός, όμως, έκανε σα να μην είχε ακούσει το “κοίτα” που τόσο τον θύμωνε και ίσως συνεπαρμένος από την έκπληξή μου με ρώτησε τι είναι. “Είναι δελφίνια, πατέρα. Σαν τα ψάρια που τρώμε αλλά πολύ πιο μεγάλα ακόμη και από τον άνθρωπο”. “Πόσο δηλαδή; Πώς είναι;”. “Έλα” του είπα καταλαβαίνοντας την επιθυμία του να μάθει “θα σου τα ζωγραφίσω στην άμμο”.

Σταϊκοπούλου Μαρία