Τυχαία συνάντηση
Περνάς το δρόμο βιαστική. Μυρίζεις όπως τότε γιασεμί και στάχτη. Κρατάς ένα βιβλίο. Κάθεσαι σε ένα γωνιακό καφέ με την πλάτη γυρισμένη στο δρόμο. Ψάχνεις με τα μάτια σου τον κατάλογο. Παραγγέλνεις. Ανοίγεις το βιβλίο. Κολλάς το πρόσωπό σου κοντά, πολύ κοντά. Όπως τότε. Θυμάσαι; Το πιο όμορφο κορίτσι μέσα στη σχολή. Αφήνεις το βιβλίο πάνω στο τραπέζι. Γυρίζεις. Με ‘’καρφώνεις’’ με σιγουριά. Σηκώνεσαι. Περνάς το δρόμο με τα χέρια στις τσέπες. Τα μαβιά σου μάτια χαμογελάνε . Απλώνεις το ένα σου χέρι. Μέσα στις παλάμες σου κρατάς το δικό μου.
-Πόσα χρόνια πάνε;
-Δέκα, απαντάς.
-Κατερίνα όταν πέρασες… εννοώ με είδες;
Δεν μιλάς.
Βάζεις τα χέρια σου πάνω στο παλτό μου. Τα αφήνεις εκεί. Πρέπει να προλάβεις. Μίλησε της. Μη φύγεις, θα της πεις. Ζεσταίνεσαι. Σκουπίζεις τον ιδρώτα στο πρόσωπό σου. Δε σου βγαίνει λέξη.Πιάνεις τα παγωμένα χέρια της. Τα φέρνεις κοντά στο στόμα σου. Την κοιτάζεις. Τα δάχτυλά της μέσα στο στόμα σου. Δακρύζεις.
Κορίτσι ισχνό
με τα μαβιά σου μάτια
διαπερνάς το φως
αναπνέεις φεγγάρια
ζωγραφίζεις ήλιους
γλυκαίνεις τα σκοτάδια
Πλησιάζεις. Τα μαβιά σου μάτια δυο φωτιές , δύο θάλασσες. Με φιλάς. Καταργείς το χώρο και το χρόνο.

Βασιλική Αθανασακοπούλου