Περασμένες δώδεκα. Το αφεντικό έκλεινε ταμείο κι ο βοηθός τελείωνε το σκούπισμα του καφενείου. Τότε τον είδαν. Ρακένδυτος, σκυφτός κάτι να σκαλίζει στο παρτέρι με τις πρασινάδες. Είχε ακουμπήσει το σκουριασμένο ποδήλατο στο δέντρο. Η κασέλα που του είχε δεμένη πάνω, ξεχείλιζε σακούλες και ρούχα.
– Τι κάνεις ρε εδώ; Θ’ αρχίσεις να μαζεύεις και γλάστρες τώρα;
Σήκωσε τα μάτια από το παρτέρι. Του έδειξε το βρώμικο χέρι του γεμάτο αποτσίγαρα.
– Έχεις μια μαργαρίτα εδώ, του είπε, θα το χαλάσουν το φυτό οι γόπες. Να μην τους αφήνεις… Ρίξ’ της και νερό…
Πήρε το ποδήλατο κι έφυγε με ένα τσούρμο σκυλιά να τον ακολουθούν.
Αμπράζη Κατερίνα