Το κεντρί

Συνολικά, σε όλο το σπίτι της υπάρχουν τρεις κυρίες είσοδοι, έξι προσβάσεις από μπαλκονόπορτα, μερικά σιφόνια και δύο καμινάδες. Ο κύριος Σάμσα δεν ήταν σίγουρο από ποια είχε προσκληθεί, αλλά το μήνυμα έκανε σαφές ότι το περιβάλλον φιλοξενεί εξαιρέσεις σαν εκείνον. Χασομέρησε πολύ βασανίζοντας τον εαυτό του έξω από την πόρτα, χίλιες φορές την ώρα, για το αν πρέπει να προχωρήσει σε εκείνο το βήμα, ξεχνώντας ακόμα και τα ίδια τα πάθη του ταξιδιού και όλης της ελεεινής ζωής του. Τελικά, βγήκε μία γυναίκα ντυμένη υπηρέτρια και του φώναξε ενθαρρυντικά. Υπάκουσε με τους όρους του φόβου του αντεστραμμένους.
Τριγμός ήταν η πρώτη αίσθηση που έπιασε στις κεραίες του καθώς έπαιρνε μία γρήγορη αντίληψη. Η ζωή, όταν σε δοκιμάζει σε μικρά γυμνά δωμάτια κι ύστερα σε απλώνει σε επιβλητικούς κόσμους και το ανάποδο, νιώθεις τη ναυτία ακριβώς εκείνη όπως σε κλυδωνίζουν κύματα. Στο βάθος πίστευε ότι προοριζόταν να περιοριστεί σε κάποιο μικρό χώρο, μάλλον υπόγειο. Ακόμα μεγαλύτερο σάστισμα, η «υπηρέτρια» του υπέδειξε να περάσει μέσα, σε ένα σπίτι γεμάτο χαλιά. Έπρεπε να σκουπίσει όλα αυτά τα πόδια σε κάποιο μικρό χαλάκι, χωρίς να έχει εκπαιδευτεί καθόλου. Μια σκέψη θα ήταν να πετάει πάνω από τα χαλιά, αλλά αυτό μπορεί να προκαλούσε σοκ! Άρχισε να δοκιμάζει κινήσεις, πρώτα με τα μπροστινά, ύστερα τα πίσω, πότε έβγαινε από το σημαντικό εμβαδό και τελικά παρασύρθηκε σε στροφές γύρω από τον εαυτό του, δοκιμάζοντας την ταραχή του και της γυναίκας.
Μυρωδιά καθαριστικών ερχόταν από παντού, αλλά οπωσδήποτε από το πάτωμα, πράγμα που ο κύριος Σάμσα ερμήνευσε ευθύς αμέσως ως προσβολή και αυταρχισμό από την πλευρά της «καθαρίστριας». Του πρόσφερε τη θέση του σε ένα τραπέζι στρωμένο για φαγητό, στο οποίο είχε επιμεληθεί σωρού λεπτομερειών αυτή η αιφνιδιαστική μουσιού! Τον άφησε μόνο και εξαφανίστηκε. Τα ερεθίσματα γύρω του ήταν τόσα πολλά που δυσκολευόταν να γνωρίσει τον λόγο που ήρθε. Στο τραπέζι υπήρχαν πολλά φαγητά για δύο άτομα. Μήπως ήθελε με αυτόν τον τρόπο να υποδείξει ότι σαν κατσαρίδα τρώει πιο πολύ; Τίποτα δεν ζήλεψε, μόνο roquefort. Όλα μύριζαν πολύ φρέσκα και από τώρα μπορούσε να υπονομεύσει λεπτόγευστες φρίκες που θα ένιωθε στον ουρανίσκο του και τις οδύνες της πέψης ενός τέτοιου δείπνου. Μία πιατέλα είχε ωμό σχεδόν σολομό στολισμένο με πιπέρια για να μη φάει κανείς, περίτεχνες σάλτσες που θα κόστισαν όσο συσσίτιο για 1500 άτομα, πανάκριβα θαλασσινά περίμεναν το τέλος της ζωής τους σε ετούτο τον στεγνό και αφιλόξενο κόσμο, μια κόκκινη πάπια, σαλάτες με τρούφα, γαρίδες, σπανάκι, αφρώδη κρασιά που ούτε να τ’ αγγίξει μπορούσε ο κύριος Σάμσα…
Η «οικοδέσποινα» πλησίασε, διαλύοντας τις εντυπώσεις του σε μικρές σταχτιές νιφάδες καθώς σκορπίστηκαν σε θαλασσογραφία της τραπεζαρίας που ζωντάνεψε. Αυτό που φορούσε, όταν μπόρεσε να το προσέξει, ήταν μία γοητευτική βικτωριανή τουαλέτα στο βαθύ μπλε, με ψηλό λαιμό και αλλόκοσμες δαντέλες. Τα μαλλιά ήταν πιασμένα απάνω, άκρως συντηρητικά. Παρουσίασε τον εαυτό της με φευγάτη επισημότητα και υποκλίθηκε. Το φόρεμα είχε μία μάλλον υπερβολική ουρά, μπορεί να το είχε ράψει και μόνη της. Κάθισε κι εκείνη, να στολίσει το τραπέζι.
«Γρηγόρη» δύο ανοιχτά ανώμαλα μάτια τον πρόσεξαν για πρώτη φορά. Κάτω από το τραπέζι, το ένστικτο του εκδήλωσε τους κίνδυνους που ξεδίπλωνε η ουρά της σε κάθε πολύ πιο ανθεκτικό σπόνδυλο από το δικό του κορμί και μπορούσε να μετουσιώσει σε δηλητήριο ό,τι υπήρχε απάνω.

Αγγελική-Βιλελμίνη Ορνστάιν