Το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι της. Η δολοφονία του Σωκράτη Μυλόπουλου, σύμβουλος του πρώην υπουργού εργασίας, γέννησε πολλά ερωτήματα. Επτά μαχαιριές. Το πτώμα κρυμμένο πίσω από κάδο σκουπιδιών, στην οδό Περικλέους, κοντά σε γνωστό ξενοδοχείο. Είδηση που μεταδόθηκε από όλα τα κανάλια της τηλεόρασης για αρκετές φορές.
«Δεν είναι δυνατό» μονολόγησε η Ελένη. Η ζάλη και η τάση για εμετό την οδήγησαν πρώτα στο μπάνιο και μετά στο κρεβάτι. Η φωνή του Μιχάλη την ξύπνησε από το λήθαργο.
– Ελένη; Η όψη της τον τρόμαξε.
Προσπάθησε να μιλήσει αλλά τη σταμάτησε.
– Μη μιλάς. Ο γυναικολόγος μπορεί να περιμένει.
Έκλεισε τα μάτια της. Τρία χρόνια άγονα. Ένα παιδί. Το ήθελε ο Μιχάλης. Η Ελένη ακολουθούσε το όνειρο του αδιαμαρτύρητα. Η καριέρα σε δεύτερη μοίρα. Δεν έχανε χρόνο με τις δικές της ανασφάλειες. Ο γυναικολόγος της ήξερε. Δεν είπε τίποτε στον Μιχάλη. Υποσχέθηκε.
Ο ερχομός ενός παιδιού την έκανε να ξεχαστεί για δευτερόλεπτα. Η εικόνα του δολοφονημένου πετάχτηκε μέσα από το πρόσωπο του μωρού που της χαμογελούσε. Εικόνες εφιαλτικές, ενοχικές την κατέλαβαν. «Τι κάνω τώρα;» Κουλουριάστηκε μπήγοντας τα νύχια της στα πλευρά της. Δεν ένιωθε πόνο. Άδειο δοχείο. Κενό βλέμμα. Ανυπαρξία.
Ο Μιχάλης γύρισε με μια κούπα τσάι. Τη ρώτησε κάτι, τα γκρίζα μάτια της σκοτείνιασαν, δεν απάντησε.
Ένιωθε βρώμικη. Πέταξε τα ρούχα της κι άφησε το νερό να πέσει με πίεση πάνω της. Έτριψε με μανία τη σάρκα της. «Φύγε, από πάνω μου.» Τα δάκρυα κύλησαν μαζί με το νερό. Ήταν μια ανάδυση κάθαρσης από τον άνθρωπο που με μαεστρία την βύθισε.
Ο Βιτόριο. Μηχανικός σε συνεργείο. Εκεί πλέχτηκε το ερωτικό τους γαϊτανάκι. Πρώτη φορά με άλλον. Απάτη; Όχι. Δικαίωμα στο διαφορετικό. Την απόλαυση την καλοδέχεσαι, τη γεύεσαι ηδονικά κρυφά, έλεγε γελώντας. Στην αρχή μόνο οι δυο τους. Μετά συμμετείχαν κι άλλοι στο παιχνίδι. Η σουίτα ήταν το σκηνικό που έπαιζε για τους επόμενους μήνες.
Ο Βιτόριο όμως σκλήρυνε. Άλλαξε συμπεριφορά. Έγινε προστάτης, προαγωγός. Το δέχτηκε. Το θεώρησε ως πρόκληση στην ερωτική τους διαστροφή. Μετά από τρεις μήνες θέλησε να σταματήσει. Ο Βιτόριο την απείλησε με αποκαλύψεις στον κύκλο της. Ο φόβος έφερε την υποταγή της.
Το δωμάτιο όπου δεχόταν τους πελάτες ήταν γνωστό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης. Οι πελάτες πλήρωναν αδρά. Φορούσαν μάσκα. Τηρούσαν τα προσυμφωνηθέντα για την ικανοποίηση των ερωτικών τους φαντασιώσεων. Οι ρόλοι που έπαιζε, ήταν το ναρκωτικό της. Ρουφούσε το παράξενο ερωτικό πετώντας από πάνω της τη στείρα γκρίζα εικόνα της ζωής της.
Εκείνο το βράδυ η αλλαγή στο πρόσωπο που θα δεχόταν, η ταραχή του Βιτόριο, ενίσχυσε την κακή της διάθεση. Ο πελάτης μπήκε στο δωμάτιο, χαιρέτησε και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Βγήκε φορώντας το μπουρνούζι του ξενοδοχείου. Ήπιε μονορούφι τρία ποτά. Σκούπισε τα χείλη του, την κοίταξε και ξαναγέμισε για τέταρτη φορά το ποτήρι του. Σηκώθηκε βαριανασαίνοντας. Πήρε τη ζώνη του παντελονιού του και τη μαστίγωσε φωνάζοντας αναψοκοκκινισμένος «στα τέσσερα βρωμοθήλυκο, τώρα».
Ο πόνος τη δίπλωσε στα δύο. Τα βογγητά ενώθηκαν με τα ουρλιαχτά της. Την κούρσεψε ληστεύοντας απαγορευμένους κι απόρθητους θησαυρούς.
Μετά μπήκε στο μπάνιο χωρίς να την κοιτάξει. Το ματωμένο κορμί της κείτονταν κάτω στο πάτωμα. Νεκρικά άδειο. Μόνο η καρδιά της δήλωνε ότι ζούσε. Μάζεψε τα κομμάτια της και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της.
Το μαχαίρι δίπλα στο καλάθι με τα φρούτα ήταν η μόνη διέξοδος στο τούνελ που την είχε σπρώξει. Έφυγε από την κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου για να τη δει ο νυχτερινός φύλακας.
Ο Μιχάλης έλειπε για μια βδομάδα στο εξωτερικό κι έτσι μπόρεσε να διώξει τα σημάδια και να φορέσει το προσωπείο της άλλης. Άδειο δοχείο με κοινότυπες συμπεριφορές ήταν η παρουσία της σε μια ζωή που είχε προδιαγραμμένο τέλος.

Μιζαμίδου Κυριακή