Την είδε μια φορά, δεν ήταν η πρώτη, μήτε η τελευταία, να παίζει στην αυλή του σπιτιού της. Είχε στρώσει το χαλί στο τσιμέντο και έβαλε πάνω τις κούκλες και τα κουζινικά. Μέσα στο καλάθι μοσχοβολούσαν τα ζουμπούλια.
– Θα τις ντύσω νύφες, του είπε. Θα κρατούν και λουλούδια.
Γέλασε.
– Βρε νιάνιαρο!
– Δεν είμαι νιάνιαρο, Ανδρέα. Είμαι μεγάλη πια. Πέμπτη Δημοτικού πηγαίνω.
– Ναι, βέβαια. Το ξέχασα.
Τα σπίτια τους ήταν δίπλα- δίπλα. Την ξαναείδε κι άλλες φορές, κάθε που έκλεινε η σχολή και ερχόταν για διακοπές. Τότε βρισκόμασταν κι εμείς, όλοι οι παλιοί συμμαθητές. Σε κανένα μπαράκι ή καμιά ταβέρνα να καθόμαστε μέχρι το ξημέρωμα και να μιλάμε περί παντός επιστητού.
Κι η Ανθούλα πάντα να τον χαιρετά.
– Γεια σου, Ανδρέα.
– Γεια σου, νιάνιαρο.
– Μα δεν είμαι νιάνιαρο πια, Ανδρέα!
Κι ήρθε εκείνο το Πάσχα μέσα στις πασχαλιές και τα λουλούδια.
Και το βράδυ στην Ανάσταση, όλη η παρέα έξω από την εκκλησία. Να κοιτάμε τα κορίτσια με τα καινούρια φορέματα και τις χρωματιστές λαμπάδες. Να πηγαίνουν και να έρχονται, να κοιτούν και να κάνουν πως δεν μας βλέπουν. Και μείς να έχουμε ζαλιστεί από τα αρώματα και τα φώτα.
– Ποια είναι αυτή, ρε ξερόλα; με ρωτάει ο Ανδρέας δείχνοντας απέναντι.
– Ποια;
– Αυτή με τα φτερά στην λαμπάδα.
– Α, αυτή; Η Ανθούλα, το νιάνιαρο. Άντε «Χριστός Ανέστη», βγήκε το φως.
– Ε;

Άνοιξε τα μάτια, άνοιξε το στόμα κι απέμεινε να την κοιτάει μέσα από καπνούς και πολύχρωμα φτερά.

Κωνσταντινίδου Σεβαστή