Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε σταματήσει να εστιάζει. Στράφηκε προς τα μέσα. Ήθελε να το κάνει σωστά· όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή της. Είχε ανοίξει τα ρουθούνια και ανέπνεε βαθιά. Εισπνοή, εκπνοή. Με ρυθμό και ίσως με κάποια αγωνία.
Την παρατηρούσα. Θαύμασα τη στάση της. Έτσι την είχαμε συνηθίσει· δυναμική, να αγωνίζεται. Της κρατούσα το χέρι. Ήλπιζα πως με εκείνες τις βαθιές αναπνοές, θα ξανάβρισκε τις δυνάμεις της. Στο δωμάτιο ήμασταν εγώ, η αδερφή μου και ο πατέρας. Δεν μιλούσαμε. Την αφήναμε να είναι συγκεντρωμένη. Μόνο ο πατέρας, έλεγε που και που:
– Έλα κορίτσι μου, μην παιδεύεσαι άλλο. Θα είμαστε καλά, φύγε. Μετά σκούπιζε τα δάκρυά του. Και την χάιδευε στα μαλλιά. Την φιλούσε, στα χέρια στο πρόσωπο, όπου προλάβαινε. Εμείς δεν είχαμε λόγια παρηγοριάς.
Κι όπως περνούσε η ώρα, γλύκαινε το πρόσωπό της, η αγωνία έσβηνε και η αναπνοή γινόταν απαλή. Ένας φόβος με κυρίευσε· μη δεν προλάβω. Έσκυψα στο αφτί της:
– Σ΄ αγαπώ μαμά, είπα. Εκείνη αφέθηκε και ταξίδεψε μακριά μας, χωρίς αναπνοή.

Πατσούρα Όλγα